Θεματολόγιο

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

23.1.17

Δοϊράνη 1913: Βιαιοπραγίες κατά του άμαχου Οθωμανικού πληθυσμού




Το δημοσίευμα του εγγράφου του μουφτή της Δοϊράνης, Αχμέτ Φαΐκ, στις 3 Ιουλίου 1913.

Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος
Η Δοϊράνη καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό την Κυριακή 23 Ιουνίου 1913.
Σε σχετική αναφορά μας, σημειώσαμε πως με μεγάλη έκπληξη ο ουλαμός του ιππικού που εισήλθε πρώτος στην παραλίμνια πόλη, είδε τους κατοίκους να ανεμίζουν σε όλα τα παράθυρα και τους δρόμους την ελληνική σημαία.

Η έκπληξη ήταν μεγαλύτερη όταν είδαν Οθωμανούς να τους ζητωκραυγάζουν και να τους βλέπουν σαν ελευθερωτές.


Αυτά, τουλάχιστον, σημειώνουν οι ίδιοι οι στρατιώτες σε σημειώσεις που δημοσιεύσανε μετά τους πολέμους.

Όταν πια ο ελληνικός στρατός εκδίωξε τα βουλγαρικά υπολείμματα από όλη την περιοχή της Δοϊράνης και βρισκόταν ήδη στη Στρώμνιτσα ένα δημοσίευμα έδωσε ακόμη μια ώθηση στα συνταρακτικά πολεμικά γεγονότα.

Ο Μουφτής του Καζά της Δοϊράνης με το όνομα Αχμέτ Φαϊκ, έγραψε ένα συνταρακτικό έγγραφο που ευθαρσώς διακοίνωσε σε όλον τον κόσμο τις θηριωδίες των Βουλγάρων.

Το έγγραφο, που γράφηκε επτά ημέρες μετά την απελευθέρωση από τον ελληνικό στρατό της Δοϊράνης, στιγμάτιζε τις ανήκουστες βαρβαρότητες των Βουλγάρων κατά των Οθωμανών της περιοχής.

Οι Βούλγαροι είχαν καταλάβει τον Οκτώβριο του 1912 την περιοχή. Εκδιώχθηκαν οκτώ μήνες αργότερα. Μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα οι μουσουλμάνοι της περιοχής υπέστησαν τα πάνδεινα.

Η έγγραφη μαρτυρία του μουφτή της Δοϊράνης είναι αποκαλυπτικότατη. Δημοσιεύθηκε, μάλιστα, στις ελληνικές και ευρωπαϊκές εφημερίδες. Οι ελληνικές εφημερίδες το δημοσίευσαν καταδεικνύοντας τους απελευθερωτικούς σκοπούς της Ελλάδας και όχι τους κατακτητικούς. Το έγγραφο όμως δεν διευκρινίζει ποιοι διέπραξαν τις βιαιότητες. Ήταν οι Βούλγαροι στρατιώτες, παραστρατιωτικές ομάδες, οι κομιτατζήδες; Αναφέρει, απλά, ως Βουλγάρους τους δράστες.

Για να αποδώσουμε την αληθινή εικόνα των γεγονότων, είναι καλύτερα να μεταφέρουμε στη γλώσσα της εποχής μας αποσπάσματα από το κείμενο του μουσουλμάνου ιερωμένου:

« Περιγράφουμε πιο κάτω τις φρικαλεότητες των Βουλγάρων στο νομό Δοϊράνης κατά την εισβολή τους. Ευθύς εξαρχής μετέβαλλαν τα καλλίτερα τζαμιά σε εκκλησίες και κατεδάφισαν τους μιναρέδες.
Δεύτερον απήγαγαν μέσα στη νύκτα από τα κρεβάτια τους 40 κατοίκους της Δοϊράνης και παρά την αθωότητά τους έσφαξαν σαν αρνιά, λήστεψαν τα σπίτια τους, βεβήλωσαν τρία τεμένη και τρία τουρκικά μοναστήρια. Μεταξύ των μουσουλμάνων που κατάφυγαν στην Δοϊράνη από τη Ραδοβίζη, Οσμανιέ και τη Στρώμνιτσα, οι Βούλγαροι έσφαξαν 30.000 μαζί με τα παιδιά τους. Στα χωριά Γαβρίδυ Μπαμπά και Γκριάν τους ανάγκασαν να αλλάξουν το θρήσκευμά τους και μάλιστα τους βάπτισαν με ιερείς που ήρθαν για το σκοπό αυτόν από τη Σόφια.»


Ο Μουφτής στη συνέχεια γίνεται ακόμη περισσότερο παραστατικός. Αναφέρει για βιασμούς πολλών γυναικών αλλά και παρθένων. Σημειώνει πως στο χωριό Σούρλοβο (σημερινό χωριό Αμάραντα του νομού Κιλκίς) την ώρα που όλες οι γυναίκες και οι νεαρές εργαζότανε στους αγρούς φυτεύοντας καλαμπόκια και καπνά, ατιμάσθηκαν καταμεσήμερα μπροστά στους συζύγους, τους γονείς και τα αδέλφια τους από τους Βούλγαρους που είχαν καταυλίσει την προηγουμένη στο σιδηροδρομικό σταθμό της Δοϊράνης.

Μετά από το γεγονός αυτό οι γυναίκες κλείστηκαν στα σπίτια τους μέρα νύχτα. Οι Βούλγαροι όμως έσπαγαν τις πόρτες και έμπαιναν στα σπίτια των Οθωμανών να βιάσουν τις γυναίκες αλλά και να ληστεύσουν.

«Κατέσφαξαν τριάκοντα Μουσουλμάνους εκ Σουρλόβου, 90 εκ Μπογιοκλής, 80 εκ Γιουργτζαλή, 8 εκ Καρανιχτάν, 7 εκ Τουρλουμπέκ, ο εξ Ορμανλή και εξ άλλων απήγαγον όλα τα κτήνη και τα τρόφιμα, αφήσαντες τας χήρας και τα ορφανά των δολοφονηθέντων εν τη αθλιότητι.»

Με το θάρρος της ασφάλειας του, ο μουφτής θα συνεχίσει τη μαρτυρία του τονίζοντας πως το τζαμί του Σουρλόβου μετεβλήθη σε εκκλησία και ο μιναρές του σε κωδονοστάσιο.

Σημειώνει επί λέξει:

«Συνετρίβημεν υπό το κράτος της αγριότητος των Βουλγάρων. Δεν μας επέτρεψαν να αναχωρήσωμεν σιδηροδρομικώς και μας εκράτουν υπό τον ζυγόν των, τρομοκρατούμενους, ότε χάρις εις τον Ύψιστον η Ελληνική Κυβέρνησις ήλθε και μας απέδωσε την ζωήν μας ήνοιξε τας σχολάς μας και μας παρέδωσε τα σωθέντα τεμένη αφαιρούσα τους κώδωνας ους είχαν τοποθετήσει.»

Πράγματι ο Έλληνες στρατιώτες διένεμαν αλεύρι στους άπορους μουσουλμάνους και τότε όλος ο αλλόθρησκος πληθυσμός άνοιξε τις πόρτες του « και χάρις εις τους τιμίους Έλληνας στρατιώτας αι οικογένειαί μας και τα τέκνα μας δύνανται άφοβα να διέρχονται αφόβως τας οδούς.»

Αναφέροντας όλη αυτήν τη βία στον άμαχο πληθυσμό της περιοχής ο επιστολογράφος δεν διστάζει να ζητήσει πίσω τα κλεμμένα.


 Σημειώνει :

 «Παρακαλούμεν όπως αναζητηθώσιν και μας αποδοθούν πλέον των 50.000 λιρών τουρκικών τα οποίας έλαβεν από ημάς ο Βουλγαρικός πληθυσμός της χώρας δια της βίας μεσολαβούντων των κομιτατζήδων. Εις πίστωσιν τούτων το παρόν έγγραφον υπεβλήθη την 30 Ιουνίου 1913/1329 εν ονόματι των πληθυσμών του Καζή της Δοϊράνης υπό του Μουφτή Αχμέτ Φαΐκ.»

Είναι πράγματι ένα πολύ συνταρακτικό έγγραφο που αποδίδει εικόνες και γεγονότα πέρα από τις στρατιωτικές δραστηριότητες.

Είναι απίστευτες βιαιότητες κατά του άμαχου πληθυσμού, όπου ο φανατισμός έτσι που εκδηλώνεται υποβιβάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Κι αυτό δεν παρουσιάζεται μόνον στον περιγραφόμενο πόλεμο αλλά στο μεγαλύτερο μέρος των πολέμων, όπου αναστέλλεται ο πολιτισμός του ανθρώπου και κυριαρχεί το πρωτόγονο ένστικτο του.