Θεματολόγιο

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

18.1.17

Οι ψαράδες και τα γλαροπούλια της Δοϊράνης





Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

Οι σημερινοί ψαράδες της λίμνης Δοϊράνης υποστηρίζουν ότι τα ‘παλιά χρόνια’ η λίμνη Δοϊράνη είχε τόσο πολλά ψάρια που μπορούσε κανείς να τα πιάσει με τις χούφτες του.

Λόγια παραμυθένια, έξω από τη λογική, μακριά από την πραγματικότητα, λόγια της υπερβολής.
Σήμερα οι ψαράδες της Δοϊράνης, ως κύριο επάγγελμα δεν έχουν την αλιεία αλλά άλλες άσχετες με τη λίμνη ασχολίες. Ένα δραματικό γεγονός έχει προέλθει με την πάροδο του χρόνου. Δεν μειώθηκε μόνον ο όγκος των αλιευμένων ιχθύων αλλά παρουσιάσθηκε μια δραματική μείωση του υδάτινου στοιχείου της αρχαίας λίμνης.
Έτσι όταν οι ψαράδες αναφέρονται στα «παλιά, καλά χρόνια», που δεν είναι και τόσο παλιά, έχουν αναμφισβήτητα απόλυτο δίκαιο.
Είναι χρήσιμο να σημειωθούν, στο παρόν σημείωμα, μερικά ιστορικά στοιχεία, που θα διαφωτίσουν την κατάσταση που επικρατούσε την περίοδο που αναφερόμαστε.
Η λίμνη Δοϊράνη πριν του βαλκανικούς πολέμους (1912-13) θεωρείτο μια από τις πλουσιότερες – σε αλιευτική απόδοση- λίμνες της Μακεδονίας.


Απέδιδε ένα εκατομμύριο κιλά ψάρια το χρόνο. Ένας, πράγματι, μεγάλος όγκος αλιεύσιμου αγαθού, που κατανέμονταν και αποστέλλονταν σε πολλές πόλεις της Μακεδονίας και όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, μέσω του σιδηροδρόμου τροφοδοτούνταν και αυτή ακόμη η Θεσσαλονίκη.
Το 1913 το μεγαλύτερο μέρος της λίμνης επιδικάστηκε στη Σερβία, ενώ το μικρότερο (22 στρέμματα) στην Ελλάδα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη διαμοίραση της αλιείας στα δύο κράτη και επακόλουθο αυτής ήταν η πτώση της αλιευτικής απόδοσης της λίμνης.

Πέρα από αυτήν την πραγματικότητα, ας δούμε πως παρουσιάζεται η αλιεία στα τέλη του 19ου αιώνα μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου που πραγματεύεται τα της λίμνης. Πρόκειται για το βιβλίο : «Η πρασιάς λίμνη» του περιηγητή Μιχαήλ Θ. Χρυσοχόου που το έκδωσε στα τέλη του 19ου αιώνα.
Είναι μια σημαντική συγγραφική εργασία που συνδέει την αρχαιότητα με τα χρόνια του συγγραφέα.

Η αρχαία ονομασία της λίμνης ήταν ‘Πρασιάς’. Από το χρώμα της που ήταν πράσινο καθώς περικλείονταν από καλαμιές και δένδρα. Η ονομασία Δοϊράνη προήλθε από την αρχαία παιονική πόλη Δόβηρο, που ήταν κτισμένη σε μια ακαθόριστη τοποθεσία κοντά στη λίμνη Πρασιάδα.
Από επιγραφές που βρέθηκαν, τελευταία, στο Isar- Marvinci της Fyrom, όπου εκεί τοποθετείται οι αρχαία Ειδομένη, πληροφορούμαστε πως η Δόβηρος απείχε από αυτήν είκοσι στάδια και η τοποθεσία της καθορίζεται δυτικά της λίμνης. Συγκεκριμένα οι επιγραφές αναφέρουν: «ΕΞ ΙΔΟΜΕΝΗΣ ΕΙΣ ΔΟΒΗΡΟΝ ΣΤΑΔΙΟΙ ΕΙΚΟΣΙ» και η άλλη: «ΕΓ ΔΟ{Β}ΗΡΟΥ ΕΙΣ ΙΔ{ΟΜ}ΕΝΗΝ Σ{ΤΑΔ}ΙΟΙ ΕΙΚΟΣΙ».Η λίμνη με την πάροδο του χρόνου έχασε την αρχαία της ονομασία και έγινε γνωστή με το όνομα της αρχαίας πόλης: Δοβηράνη – Δοβηράν – Δοϊράν και τελικά Δοϊράνη.

Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας η λίμνη Δοϊράνη καταχωρήθηκε στις ιδιαίτερες κτήσεις του Σουλτάνου, που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι σε αυτήν έπαιρναν μόνον το 20 τοις εκατό από την παραγωγή τους, το υπόλοιπο 80 τοις εκατό το καρπώνονταν ο Σουλτάνος.Η πόλη Δοϊράνη την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα αριθμούσε 8.000 περίπου κατοίκους. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν Τούρκοι, ενώ το υπόλοιπο Έλληνες και Σλάβοι. Οι περισσότεροι κάτοικοι ζούσαν και πλούτιζαν από την αλιεία και ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού ασχολείτο με τα αμπέλια και τα κτήματα.

Οι επαγγελματίες ψαράδες είχαν ιδιόκτητα βιβάρια (ιχθυοτροφεία) ή πιο σωστά μπορούμε να τα ονομάσουμε ιχθυοφυλάκια. Αυτά βρίσκονταν μέσα στις καλαμιές και απλώνονταν σε μια έκταση που έπιανε από το βορινό μέρος της ομώνυμης πόλης (που σήμερα ανήκει στη Fyrom) μέχρι το χωριό Μπρές που αργότερα ονομάσθηκε Ακρολίμνι (σήμερα είναι ακατοίκητο).
Μέσα σε αυτά τα ιχθυοτροφεία οι ψαράδες έστηναν τις καλύβες τους ακολουθώντας τον τρόπο που περιγράφουμε παρακάτω.

Ανάμεσα στις πυκνές καλαμιές, μακριά από την ακτή, έμπηγαν ξύλα μεγάλα και σκληρά σε σχήμα σταυρού, έτσι που έξω από το νερό να είναι ένα με δύο μέτρα. Καρφώνανε τα ξύλα αυτά με άλλα στα πλάγια για να σταθεροποιηθούν, οπότε επάνω σε αυτά κατασκευάζανε καλύβες με ξύλα που είτε τα αγοράζανε είτε τα κόβανε οι ίδιοι από τα γύρω δάση.
Τις καλύβες τις έφτιαχναν με τέτοια τεχνική ώστε να συνδυάζουν την ομορφιά, τη σταθερότητα και την άνεση διαβίωσης σε αυτές. Συνήθως αποτελούνταν από ένα ή δύο δωμάτια. Επικοινωνούσαν με τη στεριά ή με μια ξύλινη γέφυρα ή ανοίγανε μία δίοδο μέσα από τις καλαμιές, ξεριζώνοντας τα καλάμια και πηγαινοερχόντουσαν με τις βάρκες τους.

Πριν αναφερθούμε στα βιβάρια, ας δούμε πως ήταν κατασκευασμένες οι βάρκες αυτές. Είχανε μήκος πέντε ή έξι μέτρα και πλάτος στο μέσο ένα περίπου μέτρο. Όπως όλες οι λιμνίσιες βάρκες δεν έχουν καρίνα, έτσι και αυτές ήταν επίπεδες από κάτω και στενές στα άκρα. Στο ένα άκρο όπου καθότανε ή στεκότανε ο βαρκάρης ήταν προσαρμοσμένο ένα κάθετο ξύλο, που στις άκρες του ήταν οι σκαρμοί, όπου στηρίζονταν τα κουπιά. Όταν δεν ήταν απαραίτητη η κωπηλασία το ξύλο αυτό το έβγαζαν, ιδιαίτερα μέσα στις καλαμιές όπου χρησιμοποιούσαν μακριά κοντάρια για την κίνηση της βάρκας. Το όλο σύνολο ήταν κατάμαυρο από την πίσσα που άλειφαν για να έχει στεγανότητα, όπως άλλωστε είναι και οι σημερινές της λίμνης.

Οι ψαράδες ζούσαν με τις οικογένειες τους στις καλύβες κυρίως τους χειμερινούς μήνες, τότε που η παρουσία τους εκεί ήταν απαραίτητη.

Όταν έφτιαχναν την καλύβα άρχιζαν να προετοιμάζουν τα ιχθυοτροφεία τους με τον εξής τρόπο:
Γύρω από την καλύβα κάθε ψαράς περιέκλειε έναν εκτεταμένο χώρο με πλεκτή καλαμωτή από την απανωσιά της λίμνης μέχρι τον βυθό. Ο περιφραγμένος αυτός χώρος χωρίζονταν σε δύο τμήματα. Ένα μικρό γύρω από την καλύβα και ένα μεγαλύτερο προς το άνοιγμα της λίμνης. Οι δύο αυτοί χώροι συγκοινωνούσαν μεταξύ τους με ένα μικρό άνοιγμα που μπορούσε να κλειστεί ανά πάσα στιγμή. Επίσης και στον μεγαλύτερο περιφραγμένο τμήμα άφηναν ένα μέρος ανοικτό, έτσι ώστε, να μπορεί ο ψαράς να το κλείνει όποτε θελήσει.

Πως όμως κατόρθωναν να κλείνουν εκεί μέσα τα ψάρια ή με πιο τρόπο τα προσέλκυαν θα αναφερθούμε ευθύς αμέσως. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η μέθοδος που ακολουθούσαν ήταν όχι μόνο πρωτότυπη αλλά συγχρόνως απίστευτα αποτελεσματική.

Με τον ερχομό του χειμώνα και ιδιαίτερα όταν παγώνουν οι βορειότερες από τη Δοϊράνη λίμνες και ποταμοί, ψαροπούλια πολλών ειδών κατεβαίνουν νοτιότερα για να βρουν ευκολότερα τροφή. Προστίθενται με αυτά που ήδη υπάρχουν στη λίμνη σχηματίζοντας έτσι μια μεγάλη ποικιλία πουλιών που οι ντόπιοι στη δεκαετία του 1890 τα ονόμαζαν: Λίσκα, άτσικα ή άλυκα, κουζοφάγια, πάπιες και κρά (από τις φωνές τους). Αναφέρεται χαρακτηριστικά πως με τα φτερά των πουλιών αυτών έφτιαχναν ‘πολυτελή είδη’ για τις κυρίες της εποχής.

Όταν, λοιπόν, είχε βαρυχειμωνιά και άρχιζαν να φυσούν οι βοριάδες, δημιουργείτο μεγάλος κυματισμός στο νότιο μέρος της λίμνης, ενώ στο βόρειο (εκεί που έστηναν τις καλύβες) επικρατούσε σχετική ηρεμία. Όπως ήταν φυσικό τα ψάρια κατέφευγαν προς το βορινό κομμάτι της λίμνης. Τότε χιμούσαν τα ψαροπούλια.

«Οι ιχθείς τότε έντρομοι καταφεύγουσι προς το βόρειον μέρος, εισέρχονται εις τον καλαμώνα δια να αποφύγωσι τον κίνδυνον και ευρίσκονται εις τα περιφράγματα. Τα πτηνά καταδιώκουσιν αυτούς έως εκεί. Οι αλιείς όμως ιστάμενοι άνω των καλυβών δια χειρονομιών και φωνών αγρίων τα καταδιώκουσι χωρίς να τα φονεύωσι ή να τα πυροβολώσι. Ταύτα επανέρχονται προς το ανατολικό της λίμνης μέρος και εναναλαμβάνουσι το κυνήγιον των. Επί πολλάς ημέρας εξακολουθεί η προφύλαξις αύτη και αι φωναί αδιακόπως ακούονται ημέραν και νύκταν προς καταδίωξιν των πτηνών. Την νύκτα μάλιστα αι φωναί είναι συνεχείς και προς τον σκοπόν τούτον φωτίζουσιν τας καλύβας των. Το θέαμα τούτο και εκ της ξηράς αλλ’ εκ της λίμνης ιδίως είναι μαγευτικόν και ίσως μοναδικόν.»

Με τον τρόπο αυτό γέμιζαν όλα τα βιβάρια και σε δύο-τρεις μέρες οι ψαράδες έκλειναν τις εξόδους έχοντας έτσι ο καθένας στη διάθεσή του από ένα αμέτρητο πλήθος μικρών και μεγάλων ψαριών. Αλλά η όλη διαδικασία δεν σταματούσε στο σημείο αυτό. Αντιλαμβανόμενοι οι ψαράδες τη χρησιμότητα των πουλιών, έπιαναν μερικά από αυτά για να τα χρησιμοποιούσουν μέσα στα περιφράγματά τους.
Πριν όμως δούμε σε τι τους βοηθούσαν θα περιγράψουμε τον – πραγματικά – ιδιόμορφο και ασυνήθιστο τρόπο σύλληψή των που αναμφισβήτητα απεικονίζει και σφραγίζει την περασμένη αυτή εποχή.
Έφτιαχναν λοιπόν έναν μεγάλο κύλινδρο με καλάμια και αφού έκλειναν το ένα μέρος τον τοποθετούσαν πλάγια μέσα στη λίμνη, ώστε το μισό να είναι μέσα στο νερό και το άλλο μισό έξω αφού προηγουμένως έδεναν μερικά ψάρια στα καλαμωτά τοιχώματα του μεγάλου καλαθιού.
Μόλις τα ψαροπούλια έβλεπαν τα ψάρια μέσα στο κοφίνι, ορμούσαν λαίμαργα να τα καταβροχθίσουν. Τότε οι ψαράδες που παραφύλαγαν σήκωναν ένα δίχτυ που ήταν από κάτω από το ανοικτό στόμιο του ψάθινου κυλίνδρου και τα αιχμαλώτιζαν. Έβγαζαν τα φτερά τους, τα έκλειναν σε καλάθια και σε περίπτωση που ήθελαν να τα χρησιμοποιήσουν τα άφηναν νηστικά.
Όταν, λοιπόν, οι αλιείς ήθελαν να πουλήσουν μια μεγάλη ποσότητα ακολουθούσαν την εξής έξυπνη μέθοδο για να τα πιάσουν:
Έδεναν τα ψαροπούλια από το ένα πόδι και τα άφηναν στο μεγάλο χώρο του ιχθυοφυλακίου. Ορμούσαν αυτά πεινασμένα πάνω στα ψάρια και αυτά πανικοβλημένα κατέφευγαν στο μικρό χώρο όπου ήταν η καλύβα. Έκλεινε ο ψαράς τότε τη μικρή είσοδο και από μια καταπακτή της καλύβας έριχνε την ‘κουτάλα’ και έπιανε όσα ψάρια του είχανε παραγγείλει. Η κουτάλα ήταν σαν τις σημερινές απόχες, συγκεκριμένα περιγράφεται ως ένα σιδερένιο ή ξύλινο στεφάνι, με διάμετρο 50 έως 60 πόντους, από όπου κρεμότανε ένας δικτυωτός σάκος. Όλο αυτό ήτανε δεμένο σε ένα κοντάρι που είχε μήκος 3-4 μέτρα.
Την αγορά εξυπηρετούσαν πάνω από εβδομήντα καΐκια που πήγαιναν το ένα μετά το άλλο στα ιχθυοφυλάκια και γέμιζαν τόσα κοφίνια ψάρια όση ήταν η ζήτηση που κυρίως κυμαινότανε από τρεις έως τέσσερις χιλιάδες οκάδες ημερησίως. Κατόπιν το εμπόρευμα έμπαινε σε δημοπρασία, αφού πρώτα έπαιρνε το μερίδιό του ο ψαράς, είτε σε χρήματα είτε σε αγαθά.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ήταν τόσο μεγάλη η αφθονία ιχθύων ώστε κάθε ιχθυοφυλάκιο ήταν σε θέση πάντοτε να παρέχει χίλιες οκάδες τη μέρα.
Μεγάλη ζήτηση είχαν οι ‘γουλιανοί’ που το βάρος τους κυμαίνονταν από μισή έως τέσσερις οκάδες, τα ‘γριβάδια’ έφταναν πολλές φορές τις δέκα οκάδες, αυτά όμως ήταν λιγοστά. Πολυπληθή και νόστιμα ήταν τα ‘πρακιά’ ή περκιά και οι πλατίτσες (πλατάνια ή λευκόψαρα, όπως ονομάζονταν αλλού) και το βάρος τους έφτανε αντίστοιχα τη μία και μιάμιση οκά. Υπήρχαν βέβαια και άλλα είδη τα οποία δεν αλιεύονταν λόγω του μικρού μεγέθους τους.
Με όλα όσα, διεξοδικά, αναφέρθηκαν για τη Δοϊράνη, αντιλαμβάνεται κανείς πως ο ζωικός πλούτος της λίμνης ήταν η σπουδαιότερη πηγή ζωής για τους τότε κατοίκους. Αλλά μόνον τότε; Φυσικά όχι!
Μάρτυρας μπαίνει ο γέρο σοφός Ηρόδοτος που έγραφε για την ίδια λίμνη πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια:

«ἴκρια ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα ἐν μέσῃ ἕστηκε τῇ λίμνῃ, ἔσοδον ἐκ τῆς ἠπείρου στεινὴν ἔχοντα μιῇ γεφύρῃ. [2] τοὺς δὲ σταυροὺς τοὺς ὑπεστεῶτας τοῖσι ἰκρίοισι τὸ μέν κου ἀρχαῖον ἔστησαν κοινῇ πάντες οἱ πολιῆται, μετὰ δὲ νόμῳ χρεώμενοι ἱστᾶσι τοιῷδε· κομίζοντες ἐξ ὄρεος τῷ οὔνομα ἐστὶ Ὄρβηλος, κατὰ γυναῖκα ἑκάστην ὁ γαμέων τρεῖς σταυροὺς ὑπίστησι· ἄγεται δὲ ἕκαστος συχνὰς γυναῖκας. [3] οἰκέουσι δὲ τοιοῦτον τρόπον, κρατέων ἕκαστος ἐπὶ τῶν ἰκρίων καλύβης τε ἐν τῇ διαιτᾶται καὶ θύρης καταπακτῆς διὰ τῶν ἰκρίων κάτω φερούσης ἐς τὴν λίμνην. τὰ δὲ νήπια παιδία δέουσι τοῦ ποδὸς σπάρτῳ, μὴ κατακυλισθῇ δειμαίνοντες. [4] τοῖσι δὲ ἵπποισι καὶ τοῖσι ὑποζυγίοισι παρέχουσι χόρτον ἰχθῦς· τῶν δὲ πλῆθος ἐστὶ τοσοῦτο ὥστε, ὅταν τὴν θύρην τὴν καταπακτὴν ἀνακλίνῃ, κατιεῖ σχοίνῳ σπυρίδα κεινὴν ἐς τὴν λίμνην, καὶ οὐ πολλόν τινα χρόνον ἐπισχὼν ἀνασπᾷ πλήρεα ἰχθύων. τῶν δὲ ἰχθύων ἐστὶ γένεα δύο, τοὺς καλέουσι πάπρακάς τε καὶ τίλωνας.»
(Ηροδότου βιβλίο Ε’16)


Το μεταφέρουμε στη σημερινή μας γλώσσα:

«Τα σπίτια των κατοίκων της λίμνης είναι χτισμένα μέσα στο νερό, πάνω από πλατφόρμες που στηρίζονται σε ψηλούς πασσάλους κι επικοινωνούν με τη στεριά με στενή γέφυρα. Στην αρχή, η μεταφορά των πασσάλων ήταν μια δουλειά που μοιραζόταν ολόκληρη η φυλή, αλλά αργότερα υιοθέτησαν μια διαφορετική τακτική. Τώρα τους φέρνουν από το όρος Όρβηλο και κάθε άνδρας φέρνει τρεις για κάθε γυναίκα που παντρεύεται – και παίρνει πολλές γυναίκες. Κάθε μέλος της φυλής έχει τη δική του καλύβα σε μια από τις πλατφόρμες, με μια καταπακτή που οδηγεί στο νερό μέσω των πασσάλων. Για να εμποδίσουν τα μωρά τους να πέσουν στο νερό τα δένουν με σχοινί από το πόδι. Τα άλογα και τα άλλα υποζύγιά τους τα τρέφουν με ψάρια, αντί για χορτάρι, που είναι τόσο άφθονα στη λίμνη, ώστε αρκεί να ρίξουν ένα άδειο καλάθι δεμένο με ένα σκοινί από την καταπακτή και το ανεβάζουν γεμάτο ψάρια. Στη λίμνη αυτή υπάρχουν δύο είδη ψάρια, που τα λένε πάπρακες και τίλωνες.»(Μετάφραση: εκδόσεις Κάκτος).

Επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια, μέχρι, δηλαδή, την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, είναι σαν να μην άλλαξε σχεδόν τίποτε στη λίμνη Δοϊράνη, από όσα, σχετικά μας αναφέρει ο Ηρόδοτος.

Το εμπόριο των ιχθύων ανέβηκε στο ζενίθ με τη δημιουργία του σιδηροδρόμου που ψάρια της Δοϊράνης αποστέλλονταν μέχρι την Αδριανούπολη.

Μέχρι τη δεκαετία του 1940 τα ψάρια της λίμνης ήταν τόσα πολλά που ‘κατέβαιναν’ από τον ποταμό Δοϊράνη μέχρι την Καλίνδρια, όπου τότε υπήρχαν νερόμυλοι. Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων τα ψάρια μπλέκονταν κατά εκατοντάδες στους κουβάδες του μύλου και οι γεωργοί που πήγαιναν να αλέσουν το στάρι τους έφευγαν με πολλά κιλά ψαριών.

Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά. Η λίμνη κατέβηκε τρία με τέσσερα μέτρα και ένα μεγάλο μέρος της είναι ξερό γεμάτο με χιλιάδες όστρακα κογχυλιών, ανάμνηση μιας ζωής που χάθηκε από την αμέλεια του ανθρώπου.