Δρ Bυζαντινολογίας του Παν/μίου
του Mονάχου Παιδαγωγικό Iνστιτούτο
TO BYZANTIO KAI H ΠEPΣIA, τα ισχυρότερα κράτη της ύστερης αρχαιότητας στη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή, βάσιζαν, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 6ου αι., τις σχέσεις τους στην ισοτιμία και τον αμοιβαίο σεβασμό. Η πολιτική αυτή απέρρεε από την επίγνωση της ισχύος της άλλης πλευράς και την ύπαρξη επικίνδυνων κοινών εχθρών. Eτσι, από το 298 έως το 540, οι περιοδικές εχθροπραξίες καλύπτουν συνολικά μόλις 40 έτη.
Με τον περσικό πόλεμο του Ιουστινιανού A΄ εγκαινιάζεται μια περίοδος συγκρούσεων που σε ορισμένες περιπτώσεις διατάραξαν σοβαρά την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Η μακρά πάλη των δύο αυτοκρατοριών τερματίσθηκε με τον περσικό πόλεμο του Ηρακλείου (611-628).
Οι διαφορές μεταξύ των δύο δυνάμεων αφορούσαν κυρίως τη διεκδίκηση περιοχών στη μακρά (περ. 1.500 χλμ.) συνοριακή ζώνη, τον έλεγχο των ημιαυτόνομων κρατιδίων του Καυκάσου, τη φύλαξη των Κασπίων Πυλών, την οχύρωση παραμεθορίων θέσεων, τη θέση των Νεστοριανών χριστιανών μέσα στην Περσική αυτοκρατορία, την τύχη των φυγάδων, τη θέσπιση κανόνων για τη διεξαγωγή του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών κ.ά. Τα προβλήματα αυτά προσπαθούσαν να επιλύσουν οι διπλωματικές υπηρεσίες των δύο κρατών, προς αποφυγή ενός πολέμου. Οι συζητήσεις που γίνονταν στις δύο πρωτεύουσες ή/και σε κάποιο συνοριακό τόπο, όπως το Δάρας, ήταν κατά κανόνα χρονοβόρες και, όταν τελεσφορούσαν, επισφραγίζονταν με ανακωχή ή οριστική συνθήκη. Το κείμενο της συμφωνίας έπρεπε να συνταχθεί στην περσική και στην ελληνική γλώσσα πριν εγκριθεί και μονογραφηθεί από τους δύο ηγεμόνες.
Η πρώτη βυζαντινο-περσική συνθήκη του 6ου αι. (Νοέμβριος του 506) ήταν καρπός διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν στο Δάρας μεταξύ του Pωμαίου magister officiorum Κέλερ και του Πέρση astabehd, και προέβλεπε επιστροφή στο προηγούμενο εδαφικό καθεστώς, επταετή ανακωχή και επικύρωση της συμφωνίας για παροχή στρατιωτικής βοήθειας στους Πέρσες - αυτό το νόημα είχε η αναφερόμενη στις πηγές υποχρέωση των Βυζαντινών να παρέχουν ετήσιες χορηγίες ύψους περίπου 550 λιτρών χρυσού.
Η «απέραντος ειρήνη»
Η επόμενη συνθήκη, η λεγόμενη «απέραντος ειρήνη» (532), υπαγορεύθηκε από την ανάγκη του Ιουστινιανού A΄ να διασφαλίσει τα νώτα του εν όψει των εκστρατειών του για ανάκτηση της Δύσης (reconquista), ικανοποιούσε όμως και τις επιδιώξεις του Χοσρόη A΄, ο οποίος είχε ανέλθει πρόσφατα στον θρόνο και ήθελε φιλικές σχέσεις με την όμορη υπερδύναμη.
Tο ταξίδι των περσικών πρεσβειών μέχρι την Kωνσταντινούπολη τελούσε υπό την αυστηρή εποπτεία του Magister officiorum. Tα πρεσβευτικά ταξίδια ήταν επίπονα, αργά και χρονοβόρα, καθώς οι συνοδείες ήταν δυσκίνητες, πολυπρόσωπες ομάδες, όμοιες με μικρούς στρατούς ή εμπορικά καραβάνια. Στο σχέδιο, ταξιδιωτική πομπή μελών της βασιλικής αυλής της Περσίας διασχίζει ορεινό πέρασμα. Oι υψηλοί ταξιδιώτες μετακινούνται μέσα στις σκεπαστές άμαξες, με την ισχυρή προστασία πεζών και εφίππων στρατιωτών. |
Οι διαπραγματεύσεις έγιναν, στο τελικό στάδιό τους, στα σύνορα του Ευφράτη, μεταξύ Δάρας και Νισίβεως. H συνθήκη, που φαίνεται ότι υπογράφηκε στη Νίσιβη, προέβλεπε: την καταβολή στους Πέρσες ποσού ένδεκα κεντηναρίων, ρύθμιση που απάλλασσε τους Βυζαντινούς από την υποχρέωση να γκρεμίσουν τα τείχη του Δάρας (παραμεθόριο φρούριο που είχε οχυρωθεί από τον Αναστάσιο στις αρχές του 6ου αι.) και να συμμετέχουν στη φύλαξη των Κασπίων Πυλών (δίοδο από την οποία τα φύλα των στεππών συχνά εισέβαλλαν στα δύο κράτη)· τη μεταφορά της έδρας του Bυζαντινού στρατηγού της Μεσοποταμίας από το Δάρας/Aναστασιούπολη στην Κωνσταντίνη· την ανταλλαγή των αιχμαλώτων· την απόδοση στους Πέρσες των περσαρμενικών φρουρίων Βώλου και Φαραγγίου και των χρυσωρυχείων τους, και την επιστροφή των κατακτημένων φρουρίων της Λαζικής στους Ρωμαίους· την παροχή άδειας στους Iβηρες (Γεωργιανούς) φυγάδες να παραμείνουν στο Βυζάντιο ή να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Η «απέραντος ειρήνη» διήρκεσε μόλις οκτώ χρόνια. Το 540 ο Χοσρόης κατέκτησε τη Συρία και έφθασε στις ακτές της Μεσογείου, ενώ στον βορρά λεηλάτησε την Αρμενία και την Ιβηρία και έγινε κύριος της Λαζικής. Ο Ιουστινιανός δεσμεύθηκε να αυξήσει τις ετήσιες χορηγίες και έτσι εξασφάλισε πενταετή ανακωχή.
H ανακωχή παρατάθηκε δύο φορές, έως ότου υπογράφηκε η «πεντηκονταετής» ειρήνη (562), η οποία προέβλεπε τα εξής: Oι Πέρσες θα απαγόρευαν στους λαούς των στεππών (Ούννοι, Αλανοί κ.ά.) τη διέλευση των Πυλών Τζουρ και των Κασπίων Πυλών. Οι όροι της συνθήκης θα ίσχυαν και για τους Σαρακηνούς συμμάχους των δύο μερών. Οι έμποροι των δύο κρατών θα εισήγαν τα εμπορεύματά τους μόνο από τα εθιμικά καθορισμένα τελωνεία της μεθορίου (Αρτάξατα, Καλλίνικον, Νίσιβη). Απαλλάσσονταν από την υποχρέωση εκτελωνισμού των εμπορευμάτων οι πρεσβευτές και οι αξιωματούχοι των δύο κρατών που ταξίδευαν με τα μεταφορικά μέσα του Δημόσιου Δρόμου (cursus publicus). Οι Σαρακηνοί και οι άλλοι βάρβαροι (αλλόγλωσσοι) έμποροι που ήταν υπήκοοι των δύο κρατών ήταν υποχρεωμένοι να διέρχονται με τα εμπορεύματά τους από τις μεθόριες πόλεις Δάρας και Νίσιβη, εκτός αν εξασφάλιζαν σχετική άδεια από τις αρχές των δύο κρατών. Oσοι είχαν καταφύγει στο έδαφος του άλλου κράτους σε καιρό πολέμου, είχαν δικαίωμα να παλιννοστήσουν· εξαιρούνταν οι φυγάδες σε καιρό ειρήνης. Οι δικαστικές διαφορές μεταξύ πολιτών του ενός και του άλλου κράτους, καθώς και οι παράνομες ενέργειες των συνοριακών στρατευμάτων στην επικράτεια του άλλου κράτους, θα εκδικάζονταν από τις συνοριακές αρχές. Απαγορευόταν στο εξής η οχύρωση συνοριακών πόλεων, ενώ ο διοικητής των ρωμαϊκών στρατευμάτων της Ανατολής δεν είχε το δικαίωμα να εδρεύει στο Δάρας. Oι χριστιανοί της Περσίας μπορούσαν να οικοδομούν ναούς και να τελούν ελεύθερα τα της λατρείας τους, απαγορευόταν όμως να προσηλυτίζουν οπαδούς της πυρολατρείας (ζωροαστρισμού). Tέλος, οι ετήσιες χορηγίες αυξάνονται και πάλι, και το Βυζάντιο εξασφαλίζει την εκκένωση της Λαζικής από τον περσικό στρατό.
H «πεντηκονταετής» ειρήνη του 562 ακυρώθηκε μετά την άρνηση του Ιουστίνου να καταβάλει τις ετήσιες χορηγίες. Ξέσπασε ένας νέος πόλεμος (572-591). Η διαμάχη αφορούσε την Αρμενία, κύρια πηγή μισθοφόρων για το Βυζάντιο. Ο Μαυρίκιος εκμεταλλεύθηκε τα εσωτερικά προβλήματα της περσικής αυτοκρατορίας και βοήθησε τον Χοσρόη Β΄ να νικήσει τους αντιπάλους του. Eτσι εξασφάλισε μια πολύ ευνοϊκή για τα βυζαντινά συμφέροντα συνθήκη, η οποία προέβλεπε τα εξής: Οι Βυζαντινοί ανακτούσαν το μεγαλύτερο μέρος της Περσαρμενίας, δηλαδή τη Μεσοποταμία, την αρμενική περιοχή Damadirakan-Gonut, και τις επαρχίες Δούβιος (Dwin) και Maseatsodn. Η Πρώτη Αρμενία μετονομαζόταν σε Δευτέρα (πρωτεύουσα η Σεβάστεια), η Δευτέρα Αρμενία (Kabatnevkia) σε Τρίτη (πρωτεύουσα η Καισάρεια) και η Μελιτηνή (Τρίτη Αρμενία) σε Πρώτη Αρμενία. Η περιοχή της Μαρτυροπόλεως μετονομαζόταν σε Τετάρτη Αρμενία. Ο Πόντος (Τραπεζούντα) και η περιοχή Καρίν (Θεοδοσιούπολη) εντάσσονταν στη Μεγάλη Αρμενία (εκτεινόταν μέχρι το Αζερμπαϊτζάν), η οποία ενσωματωνόταν στο Βυζάντιο.
Διπλωματική επικοινωνία
Η συχνή διπλωματική επικοινωνία των δύο υπερδυνάμεων στη διάρκεια του 6ου αι. διεξαγόταν με μεγάλες (σημαντικές) και μικρές (δευτερεύουσας σημασίας) πρεσβείες. Για λόγους ασφαλείας η διακίνηση των «μεγάλων» ιδιαίτερα περσικών πρεσβειών διεπόταν από μια πολύ αυστηρή διαδικασία, την οποία επόπτευε ο Magister officiorum, ανώτατος αξιωματούχος που διηύθυνε, μεταξύ άλλων, τις υπηρεσίες των κρατικών ταχυδρομείων (cursus publicus) και της κρατικής ασφαλείας. Πληροφορίες παρέχει το Περί βασιλείου τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου (10ος αι.), και δη το κεφάλαιο 89, που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Oσα δει παραφυλάττειν πρεσβευτού μεγάλου ερχομένου Περσών». Το τμήμα που περιλαμβάνει τα κεφάλαια 84-95 προέρχεται από τη συγγραφή του διαπρεπούς διπλωμάτη και magister officiorum (539-562) Πέτρου Πατρικίου «Περί πολιτικής καταστάσεως», δεν ενσωματώθηκε όμως αυτούσιο, αλλά υπέστη τροποποιήσεις από τους ερανιστές του αυτοκράτορα. Ο Πέτρος στο κεφάλαιο 89 παρέχει συμβουλές για τη μεταχείριση του Πέρση πρεσβευτή σ' όλες τις φάσεις του ταξιδιού του, συμβουλές που διακόπτονται από σποραδικές αναφορές συγκεκριμένων προσώπων («κληθήτω Ιέσδεκος») και γεγονότων. Ο Πέτρος στηρίζεται κυρίως στις προσωπικές του εμπειρίες, αντλεί όμως και από τα αρχεία των διπλωματικών υπηρεσιών του κράτους (μια τέτοια υπηρεσία ήταν το scrinium barbarorum).
Η αναφορά στον Ιέσδεκο οδήγησε τους μελετητές στη σκέψη ότι το επίμαχο κείμενο στηρίζεται σε έκθεση του Πέτρου Πατρικίου για μια συγκεκριμένη διπλωματική αποστολή του μεγάλου πρεσβευτή Jazd-Gu'nasp (στον Προκόπιο και στον Μένανδρο Προτήκτορα το περσικό αυτό όνομα εμφανίζεται αντιστοίχως με τις μορφές Ισδιγούσνας και Ιεσδεγουσνάφ), που έγινε δεκτή με μεγάλες τιμές στην Κωνσταντινούπολη. Ο Προκόπιος αναφέρει τρεις τέτοιες αποστολές, που έλαβαν χώρα αντιστοίχως το 547 (Υπέρ των πολέμων, ΙΙ 28), το 551 (αυτόθι, VIII 11) και το 556 ή 557 (αυτόθι, VIII 15 και 17).
Tο ταξίδι του πρεσβευτή άρχιζε από ένα σημείο της μεθορίου μεταξύ του Δάρας και της περσικής Νισίβεως. Από την πρώτη πόλη το σημείο αυτό απείχε 28 στάδια (περ. 5,5 χλμ.), από τη δεύτερη 78 στάδια (περ. 15,5 χλμ.). Η συνθήκη του 562 προέβλεπε ότι οι έμποροι της μιας ή της άλλης χώρας έπρεπε να εισέρχονται στη γείτονα χώρα «διά Νισίβεως και Δάρας». Πιθανότατα το τελωνείο, όπου εισπράττονταν οι δασμοί επί των εμπορευμάτων που μετέφεραν οι έμποροι, βρισκόταν κοντά στο μεθοριακό σημείο απ' όπου εισέρχονταν και οι πρεσβευτές. Με τις ανωτέρω ρυθμίσεις μπορούσε να ελεγχθεί καλύτερα η διακίνηση ταξιδιωτών και να καταπολεμηθεί το εκτεταμένο λαθρεμπόριο ειδών πολυτελείας.
Προνομιακή μεταχείριση
Oπως αναφέρει η συνθήκη του 562, οι πρεσβευτές είχαν δικαίωμα να κάνουν χρήση των μέσων και των εγκαταστάσεων (σταθμών και αλλαγών) του Δημοσίου Δρόμου. Oταν η περσική πλευρά γνωστοποιούσε στις βυζαντινές αρχές την επίσκεψη ενός μεγάλου πρεσβευτή, ο magister officiorum έστελνε στα μεθόρια έναν υπάλληλό του να υποδεχθεί και να «διασώσει», δηλαδή να οδηγήσει σώο και αβλαβή τον πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη. Ο απεσταλμένος εισερχόταν από το Δάρας, υποδεχόταν στη Νίσιβη τον Πέρση πρεσβευτή και του επέδιδε γραπτή πρόσκληση του αυτοκράτορα ή του μαγίστρου, ή απλώς του ανακοίνωνε προφορικά την πρόσκληση (μανδάτον) να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Mια τεράστια συνοδεία ξεκινούσε τότε από τη Νίσιβη, αποτελούμενη από τον Pωμαίο απεσταλμένο, τον πρεσβευτή, τους συνοδούς του, τον διοικητή της Νίσιβης και Πέρσες στρατιώτες. Οι άρχοντες του Δάρας όφειλαν να προϋπαντήσουν με στρατιώτες τον πρεσβευτή και τη συνοδεία του στο μεθοριακό φυλάκιο. Mόνο ο πρεσβευτής και οι «συνόντες» είχαν το δικαίωμα να περάσουν τα σύνορα. Oι στρατιώτες επέστρεφαν στη Νίσιβη.
Οι βυζαντινές αρχές προσέφεραν στα μέλη της πρεσβείας την καλύτερη δυνατή φιλοξενία, ενώ οι άνθρωποι του δουκός της Μεσοποταμίας, ανώτατης μεθοριακής στρατιωτικής αρχής, χορηγούσαν στον πρεσβευτή προκαταβολικά το δαπάνημα της οδού, δηλαδή τα οδοιπορικά της μετάβασης, που υπολογιζόταν ότι θα διαρκέσει 103 ημέρες! Εάν υπήρχε υπέρβαση του χρονικού αυτού ορίου, ή αν ο αυτοκράτορας ήθελε να δείξει ιδιαίτερη εύνοια προς το πρόσωπο του πρεσβευτή, τότε χορηγούνταν πρόσθετα ποσά. Οι αρχές παραχωρούσαν επί πλέον στον πρεσβευτή πέντε βέρεδα (λέξη γαλατικής προέλευσης), δηλαδή ταχυδρομικά άλογα, προοριζόμενα προφανώς για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του, και τριάντα ζώα (ίσως ημιόνους). Aυτό προβλεπόταν από το κείμενο της ειρήνης (πάκτα) που είχε υπογραφεί όταν ήταν έπαρχος των πραιτωρίων της Ανατολής (praefectus praetorio Orientis) ο Κωνσταντίνος. Πρόκειται ίσως για τον Αλύπιο Κωνσταντίνο, που κατείχε το αξίωμα αυτό την 1η Ιανουαρίου του έτους 505. Αν ισχύει η υπόθεση αυτή, τότε τα αναφερόμενα πάκτα πρέπει να ταυτιστούν με τη συνθήκη που υπογράφηκε τον Νοέμβριο του 506. Τα χορηγούμενα δαπανήματα και τα παραχωρούμενα υποζύγια φαίνεται ότι υπολογίσθηκαν βάσει κάποιας 35μελούς πρεσβείας.
Eνας δεύτερος υπάλληλος (μαγιστριανός) υποδεχόταν στην Αντιόχεια τον Πέρση πρεσβευτή. Eνδειξη ιδιαίτερης τιμής αποτελούσε και η αποστολή ενός επιφανούς αυτοκρατορικού υπαλλήλου, ο οποίος υποδεχόταν την πρεσβεία στα όρια Συρίας -Γαλατίας ή Γαλατίας - Καππαδοκίας ή στη Νίκαια, και όφειλε να «θρέψει» τα μέλη της. Η έκφραση σημαίνει πιθανώς ότι ο μαγιστριανός κατέβαλε στους πρεσβευτές το αναγκαίο τίμημα για να γευματίσουν σ' ένα από τα πολυάριθμα πανδοχεία κατά μήκος των μικρασιατικών δρόμων. Τα πανδοχεία, που παρείχαν και διανυκτέρευση, συχνά ανήκαν σε ιδιώτες επιχειρηματίες, άλλοτε όμως αποτελούσαν παραρτήματα των σταθμών (mansiones) και των αλλαγών (mutationes) του Δημόσιου Δρόμου. Διαμονή προσέφεραν και τα καταλυτήρια, όπως το καταλυτήριον των αυτοκρατορικών βερεδαρίων στη Νίκαια, που διέθετε και λουτρό.
Aπό το Δάρας στην Kωνσταντινούπολη
Ποιο δρόμο ακολουθούσαν οι Πέρσες πρεσβευτές; Η μνημόνευση της Αντιόχειας, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας και της Νίκαιας δείχνει ότι αυτοί από την Αντιόχεια και πέρα ακολουθούσαν τον λεγόμενο δρόμο των Προσκυνητών, που διέσχιζε λοξά τη Μικρά Ασία και τερμάτιζε στα Ιεροσόλυμα. Κανονικά ένα ταξίδι από τα σύνορα έως την Κωνσταντινούπολη διαρκούσε, υπό ομαλές καιρικές συνθήκες, 30-35 ημέρες, ενώ τα συνήθη πρεσβευτικά ταξίδια, αν και γίνονταν την άνοιξη και το καλοκαίρι, ήταν αργά και χρονοβόρα. Οι πρεσβευτές έπρεπε να καλύψουν την απόσταση μεταξύ Δάρας και Κωνσταντινούπολης σε 103 ημέρες. Η επίδοσή τους ήταν 1.700 χλμ./103 ημ. =16,5 χλμ./ημ., ελάχιστα μεγαλύτερη από τη συνήθη ημερήσια επίδοση (iter iustum) του ρωμαϊκού στρατού (15 χλμ./ημ.).
Η βραδύτητα αυτή των πρεσβευτικών ταξιδιών οφειλόταν κυρίως στο ότι οι συνοδείες ήταν δυσκίνητες πολυπρόσωπες ομάδες, όμοιες με μικρούς στρατούς ή εμπορικά καραβάνια. Η πρώτη πρεσβεία του Ισδιγούσνα περιλάμβανε 500 άτομα, ενώ η δεύτερη και η τρίτη αποτελούνταν επίσης από ένα τεράστιο πλήθος υπηρετών και συνοδών. Στην πρώτη αποστολή του ο πρεσβευτής συνοδευόταν από τη σύζυγο και τις δύο κόρες του, στη δεύτερη από τη σύζυγο, τις κόρες και τον αδελφό του. Oι πρεσβευτές είχαν το δικαίωμα να συναλλάσσονται στη διάρκεια του ταξιδιού τους στην ξένη επικράτεια χωρίς να πληρώνουν φόρους. Γενικά ο αργός ρυθμός των πρεσβευτικών ταξιδιών πρέπει να συσχετισθεί με τα ιδιαίτερα προνόμια που αναγνώριζε το Διεθνές Δίκαιο της εποχής στα πρόσωπα των πρεσβευτών. Επιπλέον, οι αρχηγοί των πρεσβειών ήταν συνήθως υπερήλικες διπλωμάτες, που δεν έπρεπε να καταπονηθούν (αναφέρονται συχνά θάνατοι πρεσβευτών καθ' οδόν), ώστε να εκπληρώσουν με επιτυχία τη λεπτή αποστολή τους.
Το τελευταίο τμήμα του ταξιδιού ξεκινούσε από τη Ελενόπολη, στις ακτές της Βιθυνίας. Οι πρεσβευτές μπορούσαν να επιλέξουν τον δρόμο της στεριάς ή της θάλασσας, στην Ελενόπολη λοιπόν τους περίμεναν τους δρόμωνες ή νέα μεταφορικά ζώα. Ο επόμενος σταθμός ήταν η Νικομήδεια, απ' όπου οι πρεσβευτές μεταφέρονταν (διά θαλάσσης) με δρόμωνες στη Δακίβυζα. Το ταξίδι τέλειωνε στην Χαλκηδόνα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.
Για τη διαμονή της πρεσβείας στη Χαλκηδόνα οι βυζαντινές αρχές είχαν φροντίσει να ετοιμάσουν καταλύματα (μητάτα) εφοδιασμένα με λουτρά (βαλανεία), κρεβάτια, στρώματα, φούρνους, μαγκάλια, χύτρες, σκύφους, τραπέζια και υπηρετικό προσωπικό από τα καπηλεία της πρωτεύουσας, για τη μαγειρική, την ύδρευση και την καθαριότητα του καταλύματος.
Το πέρασμα στην πρωτεύουσα γινόταν με δρόμωνες. Ο μάγιστρος υποδεχόταν αυτοπροσώπως τους πρεσβευτές στην αποβάθρα του λιμανιού. Ακολούθως αυτοί μεταφέρονταν με βασιλικούς ίππους σε ένα συγκεκριμένο μητάτο ή οίκο (δηλαδή παλάτι), που, αν κρίνουμε από την ονομασία του, πρέπει να διέθετε πολλές ανέσεις. Εκεί οι πρεσβευτές παρέμεναν, μέχρι να γίνουν δεκτοί σε ακρόαση από τον αυτοκράτορα.