Θεματολόγιο

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

4.8.09

Βυζαντινοί και Πέρσες από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα

Βυζαντινοί και Πέρσες από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα

KATEPINA KAPAΠΛH
ΧPHΣTOΣ ΣΠANOYΔAKHΣ
Iστορικοί, Πανεπιστήμιο Aθηνών

ΟI ΠEPΣEΣ, λαός ινδοευρωπαϊκός, προερχόμενοι από τη Νότια Ρωσία και τον Καύκασο εγκαταστάθηκαν τον 8ο αι. π.Χ. στα ανατολικά του Περσικού κόλπου, νότια της Μηδίας, στην Περσίδα (Φαρς).

Την επεκτατική δυναστεία των Αχαιμενιδών διαδέχθηκε το 256 π.Χ. η φιλική προς τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό παρθική δυναστεία των Αρσακιδών. Το 226 μ.Χ. επιβάλλεται ο Αρδασήρ Α΄ (ο Αρταξέρξης των Eλλήνων) και ιδρύει την περσική δυναστεία των Σασσανιδών, που παραμένει στην αρχή μέχρι το 651, οπότε το περσικό κράτος καταλύεται από τους Aραβες.

Η εγκαθίδρυση μιας ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας με αυστηρή ιεραρχική τάξη και εχθρικής προς τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, η δημιουργία ενός καλά εκπαιδευμένου στρατού, η προσήλωση στην αρχαία θρησκεία (μαζδαϊσμό - ζωροαστρισμό), επέτρεψαν στην αναγεννημένη Περσία να αποβεί ισχυρός αντίπαλος των Ρωμαίων και του Βυζαντίου στη συνέχεια.

Η μετατόπιση, επί Μ. Κωνσταντίνου, του κέντρου βάρους της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Ανατολή, με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, και η αναγνώριση του χριστιανισμού, είχαν αντίκτυπο και στις σχέσεις με την Περσία. Ο Σαπούρ Β΄ (310-379) άρχισε να διώκει τους χριστιανούς του Ιράν, όχι από θρησκευτικό φανατισμό -ο ίδιος είχε, κατά την παράδοση, δεχθεί τη βοήθεια ενός χριστιανού, του αγίου Ευγενίου, που έσωσε έναν δαιμονόληπτο γιο του- αλλά γιατί τους θεωρούσε πράκτορες του χριστιανού, πλέον, αυτοκράτορα. Ενόχληση προκάλεσε στους Πέρσες και η εγκατάσταση του τότε καίσαρος Κωνσταντίνου στην Αντιόχεια (333) και η οχύρωση συνοριακών πόλεων στρατηγικής σημασίας, όπως η Aμιδα (σημ. Ντιαρμπεκίρ).

Ο M. Κωνσταντίνος αναδιοργάνωσε το ιππικό, για να αντιμετωπίσει το ισχυρότατο ιππικό των Περσών, και αγωνίσθηκε επιτυχώς εναντίον τους, αποσπώντας το 334 την Αρμενία, που λόγω θρησκείας έκλινε προς το Βυζάντιο. Το 337, αποδεχόμενος περσικές προτάσεις, προχώρησε στη σύναψη ειρήνης. Οι περσικές συνοριακές επιδρομές, όμως, και οι διωγμοί των χριστιανών συνεχίζονταν. Στο διάστημα 339-350 ο Σαπούρ τρεις φορές επιχείρησε να καταλάβει τη Νίσιβη, ανεπιτυχώς.

Οι προσπάθειες των Βυζαντινών να μονοπωλήσουν το θαλάσσιο εμπόριο με τις μεγάλες αγορές της Ασίας, αποσπώντας από τον έλεγχο των Περσών την Ερυθρά Θάλασσα και τον Περσικό Kόλπο, ναυάγησαν, και ατυχείς διπλωματικοί χειρισμοί εκατέρωθεν προκάλεσαν (358) την έναρξη των εχθροπραξιών. Η Aμιδα υπέκυψε στον Σαπούρ το 359. Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος κατευθύνεται προς την Ανατολή, όπου όμως πεθαίνει απροσδόκητα (361), έχοντας μόλις προλάβει να ορίσει διάδοχό του τον Ιουλιανό.

Mικρογραφία από το σλαβονικό χειρόγραφο της «Xρονογραφίας» του Kωνσταντίνου Mανασσή (14ος αι.), σήμερα στο Bατικανό. Aριστερά, ο Hράκλειος επιτίθεται σε ένα φρούριο των Περσών, ενώ δεξιά, οι Πέρσες προσβάλλουν την Kωνσταντινούπολη.

Mε πρότυπο τον Aλέξανδρο

Ο Iουλιανός, έχοντας ως πρότυπο τον Μ. Αλέξανδρο, εκστρατεύει κατά των Περσών, απορρίπτοντας προτάσεις για διαπραγματεύσεις («και ονειροπολήσας την Αλεξάνδρου του Μακεδόνος δόξαν λαβείν, ή και μάλλον υπερβαίνειν, τας ικεσίας Περσών απεκρούσατο», Σωκράτης Γ΄ 21). Διαβαίνει τον Ευφράτη και τον Τίγρη και φθάνει νικητής μέχρι την Κτησιφώντα, την πρωτεύουσα των Περσών. Επιστρέφοντας τον Iούνιο του 363, στη διάρκεια εχθρικής προσβολής τραυματίζεται θανάσιμα, ίσως από δικό του στρατιώτη, χριστιανό. Ο διάδοχός του Ιοβιανός (363 -364) συμφώνησε αμέσως 30ετή ειρήνη με τον Σαπούρ Β΄, με συνοριακές ρυθμίσεις ευνοϊκές για τους Πέρσες. Eπί Θεοδοσίου Α΄ υπογράφτηκε νέα συμφωνία (περ. 387) σχετικά με την Αρμενία, την οποία επί αιώνες διεκδικούσαν οι δύο αυτοκρατορίες λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης, αλλά και επειδή από εκεί προμηθεύονταν αξιόμαχους στρατιώτες και καλά πολεμικά άλογα. Η χώρα μοιράσθηκε σε δύο τμήματα: το Περσικό ή Περσαρμενία και το Βυζαντινό.

Μέχρι το 502 οι σχέσεις παρέμειναν σε γενικές γραμμές ειρηνικές. Ο Αρκάδιος μάλιστα (395-408), φοβούμενος για τη ζωή του ανήλικου γιου και διαδόχου του Θεοδοσίου (του κατόπιν Β΄), ανέθεσε με διαθήκη τη φροντίδα για την προστασία του και την παραμονή του στον θρόνο στον Πέρση μονάρχη Ισδιγέρδη Α΄ (399-421).

Ο Ισδιγέρδης A΄, διαλλακτικός απέναντι στους χριστιανούς, αναγνώρισε τον επίσκοπο Σελευκείας-Κτησιφώντος ως Kαθολικόν της εκκλησίας του Ιράν. Προς το τέλος της βασιλείας του όμως προχώρησε σε διωγμούς κατά των χριστιανών, λόγω της προσηλυτιστικής τους δράσης. H ρήξη που επακολούθησε έληξε εις βάρος της Περσίας το 422. Ο Βαχράμ Ε΄ Γκουρ (421-438) υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στους χριστιανούς ελευθερία λατρείας, με αντίστοιχη παραχώρηση εκ μέρους των Βυζαντινών στους ζωροάστρες υπηκόους τους. Εκκλησιαστική σύνοδος ανακήρυξε την αυτονομία της εκκλησίας του Ιράν. Νέα συνθήκη υπογράφηκε το 442 επί Ισδιγέρδη Β΄ (438-459), ο οποίος το ίδιο έτος είχε αποπειραθεί να προσηλυτίσει τους Αρμενίους.

Ο Περόζ (459-484) εκμεταλλεύθηκε τις δογματικές διαφορές των χριστιανών και υποστήριξε τους νεστοριανούς, που κατέφευγαν στην επικράτεια του από τη Συρία, όπου διώκονταν. Οι χριστιανοί του Ιράν αντιτάσσονται πλέον στο ορθόδοξο Βυζάντιο.

Mεγάλη κρίση προκλήθηκε όταν ο Αναστάσιος Α΄ (491-518) αρνήθηκε να καταβάλει στους Πέρσες το συμφωνημένο ποσόν για τη φρούρηση των Κασπίων Πυλών (Ντερμπέντ). Τη στενή αυτή ορεινή δίοδο, προπύργιο Ρωμαίων και Περσών κατά των επιδρομών των Ούννων, φύλασσαν και οι δύο αυτοκρατορίες. Το 502 ο Καβάδης (488-531) εισέβαλε στο βυζαντινό έδαφος, κυριεύοντας σημαντικές πόλεις (Θεοδοσιούπολη, Μαρτυρόπολη, Aμιδα). Η ανακωχή συμφωνήθηκε το 505 ή 506, χωρίς εδαφικές μεταβολές, αλλά με υποχρέωση των Βυζαντινών να καταβάλλουν κάθε χρόνο μεγάλη χορηγία στους Πέρσες. Ο Αναστάσιος, που κατανόησε την ανάγκη να οργανωθεί στρατιωτική βάση στην περιοχή, ενίσχυσε και οχύρωσε την πόλη Δάρας, δίνοντάς της και το όνομά του: Αναστασιούπολις. Ο Καβάδης, επιθυμώντας να υιοθετηθεί ο γιος του Χοσρόης από τον Ιουστίνο Α΄ (518 - 527), ώστε με την υποστήριξή του να προωθηθεί μελλοντικά στον περσικό θρόνο, και αντιμετωπίζοντας επιπλέον τους αιρετικούς Μαζδακίτες, δεν ήθελε πόλεμο.

Ο Ιουστινιανός (527-565), σχεδιάζοντας την ανάκτηση της Δύσης (reconquista), συνομολόγησε «απέραντο ειρήνη» με τον Χοσρόη Α΄, το 532. Ζωτικότατα όμως οικονομικά συμφέροντα, κυρίως στην Αρμενία και στον Καύκασο, λόγοι θρησκευτικοί κ.ά., είχαν ως επακόλουθο νέους πολέμους.

O Χοσρόης, «Aθάνατη Ψυχή»

Ο Χοσρόης Α΄ Ανουσιρβάν (Aθάνατη Ψυχή) (531-579), ένας από τους επιφανέστερους Σασσανίδες, εισέβαλε το 540 και κατέστρεψε την Αντιόχεια. Το Βυζάντιο αναγκάσθηκε να δεχθεί πενταετή ανακωχή με επαχθείς όρους. Ακολούθησε η σύρραξη των ετών 549-557. Η εξάντληση και των δύο εμπολέμων οδήγησε το 561/562 στη σύναψη συνθήκης «πεντηκονταετούς ειρήνης». Παρά τους βαρύτατους οικονομικούς όρους, ήταν επωφελής για το Βυζάντιο, διότι διατήρησε τη Λαζική (αρχαία Κολχίδα), χώρα σημαντικότατη στρατιωτικώς και οικονομικώς, εξασφάλισε οικονομικά προνόμια, καθώς και την ανοχή για τους χριστιανούς της Περσίας, υπό τον όρο αυτοί να απέχουν από προσηλυτιστικές δραστηριότητες. Ας σημειωθεί ότι όταν, το 529, ο Ιουστινιανός, πολέμιος της αρχαίας θρησκείας και σκέψης, έκλεισε τη Σχολή των Αθηνών, πολλοί από τους καθηγητές διωκόμενοι κατέφυγαν στην Περσία.

Η «πεντηκονταετής ειρήνη» δεν διήρκεσε ούτε δέκα χρόνια. Ο Ιουστίνος Β΄ (565-578) προχώρησε σε στρατιωτικές προετοιμασίες και, επιπλέον, επεδίωξε τη διπλωματική απομόνωση της Περσίας, υπονομεύοντας συστηματικά την επιρροή της στην Αρμενία και στην Ιβηρία (σημ. Γεωργία). Επενέβη στα εσωτερικά της Περσαρμενίας, οι κάτοικοι της οποίας υφίσταντο θρησκευτικούς διωγμούς, προσπάθησε να προσεταιρισθεί τους Iβηρες και να επωφεληθεί από την παρουσία ενός νέου στην περιοχή ασιατικού λαού, των Τούρκων, που είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους μέχρι τις περιοχές του Καυκάσου και έδιναν εγγυήσεις για την ασφαλή μεταφορά του μεταξιού απευθείας από την Κίνα από βορειότερους δρόμους που δεν ελέγχονταν από τους Πέρσες.

Oταν το 572 ο Ιουστίνος αρνήθηκε να καταβάλει τα συμφωνημένα ποσά για τη φύλαξη των φρουρίων στις διαβάσεις του Καυκάσου τα στρατεύματα του Χοσρόη Α΄ εισέβαλαν στη Συρία. Ο πόλεμος διήρκεσε μέχρι το 591, με εναλλασσόμενες φάσεις και με μια ενδιάμεση ανάπαυλα (575-578), χωρίς να διακοπεί η προσωπική επικοινωνία μεταξύ των δύο ηγεμόνων. Οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν κυρίως στις παραμεθόριες περιοχές και στην Αρμενία.

Ο θάνατος του Χοσρόη (579) ματαίωσε τη συζητούμενη σύναψη ειρήνης. Ο διάδοχός του Ορμίσδας Δ΄ (579-590) ακολούθησε πολιτική αδιαλλαξίας και οι επιχειρήσεις συνεχίσθηκαν. Στο εσωτερικό, έναντι των αλλοθρήσκων υπήρξε ανεκτικός και οι χριστιανοί του Ιράν διατήρησαν ευγνώμονα ανάμνηση. Ο Kαθολικός Icho 'yabb παρείχε μεγάλες υπηρεσίες, δίνοντας πληροφορίες για τις κινήσεις των Βυζαντινών.

Τέρμα στον πόλεμο έθεσαν σημαντικότατα πολιτικά γεγονότα. Ο διοικητής της Μηδίας Βαχράμ Τσουμπίν ανέτρεψε τον Ορμίσδα και ανακηρύχθηκε βασιλιάς. Ο νόμιμος διάδοχος Χοσρόης Β΄ Απαρβίζ (590-628) κατέφυγε στο βυζαντινό έδαφος, «συν ταις γυναιξί και παισί νεογνοίς δύο» (Θεοφάνης). Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602), εκτιμώντας τη σπουδαιότητα των γεγονότων, υποστήριξε τον Χοσρόη και τον αποκατέστησε στον θρόνο. Tο 591 συνομολογήθηκε συνθήκη, με την οποία οι Πέρσες απέδωσαν στο Βυζάντιο το Δάρας και τη Μαρτυρόπολη (Μαϊαφαρικίν), και μέγα μέρος της Αρμενίας και της Ιβηρίας. Ο Χοσρόης, του οποίου η σύζυγος Σιρίν ήταν χριστιανή, έστειλε πολύτιμα αφιερώματα στον ναό του αγίου Σεργίου στη Σεργιούπολη, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης αλλά και καλής θελήσεως έναντι των χριστιανών.

Hράκλειος, μεθοδικός και επίμονος

Η ανατροπή του Μαυρικίου από τον Φωκά (602) προκάλεσε νέο πόλεμο. Ο Χοσρόης Β΄, παρουσιαζόμενος ως τιμωρός και εκδικητής του ευεργέτη του, κατέλαβε το παραμεθόριο Δάρας (605), επήλθε κατά της Αρμενίας, Μεσοποταμίας, Καππαδοκίας (606), εδήωσε τη Συρία και Παλαιστίνη (607), διέσχισε τη Γαλατία και Παφλαγονία, και έφθασε (609) στη Χαλκηδόνα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.

Τέρμα στην κρίσιμη εσωτερικώς και εξωτερικώς αυτή περίσταση έθεσε η επανάσταση του εξάρχου Αφρικής Ηρακλείου και η ανάληψη της εξουσίας από τον συνονόματο γιο του, Ηράκλειο.

O Ηράκλειος (610-641) βρήκε τον στρατό και τα δημόσια οικονομικά σε άθλια κατάσταση, ενώ, μετά την κατάληψη της Αιγύπτου από τους Πέρσες, έγινε δυσχερής ο ανεφοδιασμός σε σιτηρά. Aβαροι και Πέρσες είχαν εισέλθει στο αυτοκρατορικό έδαφος και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Το 613 οι Πέρσες εισβάλλουν στη Συρία, κυριεύουν την Απάμεια και την Eδεσσα, νικούν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στην Αντιόχεια, καταλαμβάνουν τη Δαμασκό και την Ταρσό, εκδιώκουν τους Βυζαντινούς και από την Αρμενία. Η άλωση της Ιερουσαλήμ (614), η πυρπόληση του ναού του Παναγίου Τάφου, η αρπαγή του Τιμίου Σταυρού και η μεταφορά του στην Κτησιφώντα επέφεραν ισχυρό πλήγμα στο ηθικό των Χριστιανών. Το 619 κυριεύονται η Αίγυπτος και η Λιβύη. Το Ιράν αγγίζει σε έκταση τα όρια της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Το 615 οι Πέρσες προελαύνουν στη Μ. Ασία και πολιορκούν τη Χαλκηδόνα.

Η δεινή κατάσταση του βυζαντινού κράτους αντικατοπτρίζεται σε επιστολή της συγκλήτου προς τον Χοσρόη (615), όπου ταπεινά ζητείται η κατάπαυση του πολέμου και δικαιολογείται ο αυτοκράτορας επειδή δεν ανήγγειλε επισήμως στον Πέρση βασιλιά την άνοδό του στον θρόνο, σύμφωνα με τους εθιμοτυπικούς κανόνες της εποχής.

Στα αμέσως επόμενα χρόνια ο Ηράκλειος επιδίδεται στην ανασυγκρότηση του στρατού, αλλά και σε διπλωματικές δραστηριότητες (συνεννοήσεις με τον Xαγάνο των Αβάρων). Μόλις το 622 αναλαμβάνει επιθετική δράση κατά των Περσών, ηγούμενος μάλιστα αυτοπροσώπως των στρατευμάτων. Σημαντική ήταν και η συμβολή της Εκκλησίας, που έδωσε τους θησαυρούς της για τον αγώνα.

Στον πόλεμο αυτόν, που διήρκεσε μέχρι το 628 και διεξήχθη βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου, διακρίνουμε τρεις φάσεις. Κατά την πρώτη οι Πέρσες συνετρίβησαν στο αρμενικό έδαφος, εκδιώχθηκαν από τη Μ. Ασία, και ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην πρωτεύουσα, που κινδύνευε από τους Αβάρους. Τον Μάρτιο του 623 ή 624 ξεκινάει για τη δεύτερη εκστρατεία, πάλι προς την Αρμενία. Kυριεύοντας και καταστρέφοντας στον δρόμο του πολλές πόλεις, καταδιώκει τον Χοσρόη και φθάνει στην ιερή περσική πόλη των Γανζάκων (Σιζ), όπου πυρπολεί τον περίφημο ζωροαστρικό ναό του Πυρός, σε αντίποινα για τη λεηλασία της Ιερουσαλήμ. Με πλήθος αιχμαλώτων, αποσύρεται για τον χειμώνα στην Αλβανία του Καυκάσου. Εκεί ενισχύει τον στρατό του με πολεμιστές από τους χριστιανικούς λαούς, Λαζούς, Αβασγούς (σημ. Αμπχάζιους), Iβηρες. Οι απόπειρες εισβολής στην Περσία από την πλευρά της Κιλικίας αποτυγχάνουν. Ο Hράκλειος διέρχεται τον χειμώνα 625/626 στον Πόντο.

Το θέρος του 626 ο Χαγάνος, σε συνεννόηση με τους Πέρσες, που έχουν ήδη στρατοπεδεύσει στη Χαλκηδόνα, κινεί πλήθη Σλάβων, Βουλγάρων κ.ά., και πολιορκεί την Κωνσταντινούπολη από ξηρά και θάλασσα. Τελικά ο βυζαντινός στόλος κατανίκησε τα σλαβικά σκάφη. Οι επιτιθέμενοι αναγκάσθηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν. Σ' αυτό το διάστημα ο Ηράκλειος είχε στρατοπεδεύσει στη Λαζική, απ' όπου άρχισε τις επαφές με τους Χαζάρους, θέλοντας να θέσει το περσικό βασίλειο μεταξύ δύο πυρών.

Τον Σεπτέμβριο του 627 ο πόλεμος εισέρχεται στην τελική φάση. Ο Ηράκλειος αρχίζει τη μεγάλη προέλαση στον νότο. Διασχίζοντας το εσωτερικό της Περσίας φθάνει στη Νινευΐ, όπου στις 12 Δεκεμβρίου του 627 συντρίβει τον στρατό του Χοσρόη. Η έκβαση του πολέμου έχει πλέον κριθεί. Τον Ιανουάριο του 628 ο αυτοκράτορας εισέρχεται στη βασιλική πόλη Δασταγέρδ, όπου κατεδάφισε τα μεγαλοπρεπή ανάκτορα του Χοσρόη. Εκτός από τα αμύθητα πλούτη, οι Βυζαντινοί βρήκαν εκεί και τριακόσια βυζαντινά βάνδα (σημαίες) που είχαν πάρει οι Πέρσες σε διάφορες μάχες. Τον Φεβρούαριο ο Χοσρόης κατέφυγε στην Κτησιφώντα, όπου εκδηλώθηκε εξέγερση εναντίον του. Ακολούθησε η ανατροπή και ο θάνατός του.

Ο γιος και διάδοχός του Καβάδης Β΄ ο Σειρόης έσπευσε να συνάψει «αειπαγή ειρήνην». Τους όρους της γνωρίζουμε μόνο εν μέρει: αποχώρηση των Περσών από Παλαιστίνη, Συρία, Αίγυπτο και Λιβύη και αμοιβαία απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Ως προς το εδαφικό καθεστώς, προφανώς επανήλθαν στα οριζόμενα από τη συνθήκη του 591. Από την αλληλογραφία των δύο ηγεμόνων στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων προκύπτει ότι ο Ηράκλειος, αν και νικητής, επέδειξε μετριοπάθεια και σεβασμό απέναντι στον βασιλιά ενός αρχαίου λαού με μεγάλο πολιτισμό.

Ο λαός της Κωνσταντινούπολης επεφύλαξε θριαμβευτική υποδοχή στον αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα, οι Πέρσες παρέδωσαν και τον Τίμιο Σταυρό, και τον Μάρτιο του 630 ή 631 ο Ηράκλειος τον έφερε στην Ιερουσαλήμ και τον αναστήλωσε.

H πτώση των Σασσανιδών

Ο βίαιος θάνατος του Χοσρόη Β΄ φέρνει στην επιφάνεια τις φιλοδοξίες των φεουδαρχών και των μεγάλων στρατηγών. Η Περσία, εξαντλημένη από τους πολέμους, τους φόρους και τις υπέρμετρες απαιτήσεις του βασιλιά, παρασύρεται στη δίνη των αντιπαραθέσεων και των παθών. Οι ηγεμόνες, έρμαια στα χέρια των ισχυρών, ανεβαίνουν στον θρόνο για να δολοφονηθούν λίγους μήνες αργότερα. Ελλείψει αρρένων διαδόχων, προωθούνται στον θρόνο γυναίκες, όπως οι δύο κόρες του Χοσρόη. Οι μεγάλοι στρατηγοί, με την υποστήριξη των στρατιωτών τους ή τη βοήθεια των Βυζαντινών, επιδιώκουν και αυτοί να καταλάβουν την εξουσία, αν και δεν ανήκουν στην οικογένεια των Σασσανιδών.

Η αποδιοργάνωση του στρατού ενίσχυσε την τάση ανεξαρτητοποίησης των επαρχιακών διοικητών. Η κατάσταση της περσικής αυτοκρατορίας θυμίζει την εποχή των τελευταίων Αχαιμενιδών με την επικράτηση των σατραπών. Το 632 ανέρχεται στον θρόνο ο πρίγκιπας Ισδιγέρδης Γ΄.

Οι πρώτοι διάδοχοι του προφήτη Μωάμεθ αντιλαμβάνονται τα οφέλη που μπορούν να έχουν από την κατάσταση στο Ιράν. Το 637 στην Kαδεσία (Qadisiyya) οι δυνάμεις του Σαΐντ νικούν τα περσικά στρατεύματα. Οι Aραβες μπαίνουν στην πρωτεύουσα Κτησιφώντα και γίνονται κύριοι των αμύθητων θησαυρών των Περσών βασιλέων. Ο Ισδιγέρδης Γ΄ δεν εγκαταλείπει τον αγώνα, συγκεντρώνει στρατό και αντιμετωπίζει τους εισβολείς το 642 στη Νιχαβάντ, αλλά γνωρίζει την ήττα. Τη νίκη τους αυτή οι Aραβες θα την ονομάσουν «η νίκη των νικών». Ολόκληρη η Φαρς, κοιτίδα των Σασσανιδών, θα περιέλθει στα χέρια τους. Hδη έχουν καταληφθεί το Χαμαντάν, η Ράι, το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία. Μόνος ο Ισδιγέρδης διαφεύγει στο Χορασάν και, εν συνεχεία, στο Μαρβ, αλλά εκεί ο τοπικός κυβερνήτης αρνείται να του προσφέρει άσυλο και ο ηττημένος μονάρχης θα δολοφονηθεί (652 ή 653) σε έναν μύλο της περιοχής. Αναφέρεται ότι το σώμα του ρίχθηκε στον ποταμό Μαρβ και ανασύρθηκε από τον χριστιανό επίσκοπο της ομώνυμης πόλης, ο οποίος και το έθαψε.

http://www.kathimerini.gr