ΑΓΓ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ντέιβιντ Μίλιμπαντ (αριστερά) απευθύνεται στους εκπροσώπους του Τύπου στην Κωνσταντινούπολη έχοντας δίπλα του τον τούρκο υπουργό Επικρατείας και επικεφαλής των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ Εγκεμέν Μπαγίς
ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ της στην επιστολή Ερντογάν αναζητεί η Αθήνα. Η διπλωματική αντεπίθεση της Αγκυρας, με αιχμή του δόρατος την επιστολή του τούρκου πρωθυπουργού στον έλληνα ομόλογό του κ. Γ. Παπανδρέου, έχει προκαλέσει ένα ελαφρό μούδιασμα στην κυβέρνηση και συγκεκριμένα στα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας.
Η Αγκυρα εμφανίζεται «να ανοίγει όλη τη βεντάλια» των θεμάτων, με σκοπό να εμφανιστεί ως διαλλακτική καθώς πλησιάζουμε στον κρίσιμο, για την ευρωπαϊκή της πορεία, μήνα Δεκέμβριο. Και την ίδια στιγμή η Αθήνα, η οποία πρώτη έκανε κίνηση με την επίσκεψη του κ. Παπανδρέου στην Κωνσταντινούπολη, δύσκολα θα μπορούσε πλέον να υπαναχωρήσει.
«Θα είναι δύσκολο για την Αθήνα να απορρίψει μία τέτοια πρόταση, διότι θα βρεθεί εκτεθειμένη έναντι των ευρωπαίων εταίρων της. Και παράλληλα, αν την αποδεχθεί, θα έχει να αντιμετωπίσει ισχυρές εσωτερικές αντιδράσεις» περιγράφουν διπλωματικοί παράγοντες το δίλημμα της κυβέρνησης.
Με την επιστολή του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν «πέταξε την μπάλα στην ελληνική πλευρά και πλέον πρέπει να κινηθούμε. Δεν μπορούμε να μείνουμε με την μπάλα στα πόδια, διότι θα τη χάσουμε».
Προτείνοντας διάλογο εφ΄ όλης της ύλης, με βασική θεματολογία το Αιγαίο, το Κυπριακό, τα μειονοτικά και τις ευρωτουρκικές σχέσεις, εμφανίζεται πιστός στο δόγμα των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» το οποίο υποστηρίζει ο υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου. Η Αγκυρα εμφανίζεται να είναι εκείνη που αναζητεί λύσεις σε όλα τα περιφερειακά προβλήματα. Η πρωτοβουλία αυτή συμπληρώνεται από την ανακοίνωση της πρόθεσης του κ. Ερντογάν να επισκεφθεί την Ελλάδα το προσεχές διάστημα.
«Αυτό που προκύπτει είναι ότι η σύσκεψη κορυφής που έγινε στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών στις 23-24 Οκτωβρίου εξέτασε εις βάθος όλες τις πτυχές. Τώρα βλέπουμε τα αποτελέσματα» σχολιάζει έμπειρος διπλωμάτης.
Η πρόταση για θέσπιση ενός Υψηλόβαθμου Συμβουλίου Συνεργασίας (Ηigh Level Cooperation Council), με επικεφαλής τους δύο πρωθυπουργούς, το οποίο θα συνεδριάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τη συμμετοχή πολιτικών προσώπων (όπως π.χ. οι υπουργοί Εξωτερικών) αποτελεί ένα από τα κλασικά όπλα της τουρκικής διπλωματίας τα τελευταία χρόνια.
Υπηρεσιακοί παράγοντες του υπουργείου Εξωτερικών, οι οποίοι παρακολουθούν τις κινήσεις της Αγκυρας, σημειώνουν μάλιστα ότι «υπήρξαν εισηγήσεις να κάνει η Αθήνα το πρώτο βήμα, για να κερδίσει και τις εντυπώσεις. Δεν εισακούστηκαν, πιθανόν υπό τον φόβο των αντιδράσεων».
Προς το παρόν, πάντως, οι εμπλεκόμενοι στη σύνταξη της απαντητικής επιστολής συγκεντρώνουν ιδέες. Εχουν γίνει κάποιες συναντήσεις και συζητήσεις, αλλά οι οριστικές αποφάσεις ίσως ληφθούν εντός της εβδομάδος.
Η απάντηση πάντως δεν θα είναι εύκολη. Οπως δεν θα είναι εύκολο και το έργο της κυβέρνησης να πείσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης για την ορθότητα της επιλογής της να προχωρήσει σε άνοιγμα προς την Τουρκία.
Αυτό φάνηκε από τις πρόσφατες δηλώσεις του εκπροσώπου της ΝΔ κ. Γ. Κουμουτσάκου, ο οποίος έθεσε συγκεκριμένα ερωτήματα προς την κυβέρνηση, ενώ ζήτησε τη σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ) και της Διαρκούς Επιτροπής Εξωτερικών και Αμυνας της Βουλής. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Γ. Πεταλωτής πάντως εμφανίστηκε μετρημένος. «Χωρίς προϋποθέσεις δεν γίνεται κανένας διάλογος» σχολίασε.
Ουσιαστικά «οι δύο χώρες έχουν εμπλακεί σε μία παρτίδα σκάκι. Ο Παπανδρέου πήγε στην Κωνσταντινούπολη και ο Ερντογάν έκανε την επόμενη κίνηση με την επιστολή του. Η επόμενη ανήκει στον έλληνα Πρωθυπουργό. Ωστόσο, η επιστολή αλλάζει τα δεδομένα. Η Αγκυρα ζητάει διάλογο εφ΄ όλης της ύλης για σειρά ζητημάτων» σχολιάζουν διπλωματικοί κύκλοι.
«Η Αθήνα όμως πρέπει να απαντήσει η ίδια σε σειρά ερωτημάτων πριν καθήσει στο τραπέζι. Το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη αποτελεί ένα από τα αγκάθια. Θα μπει η Αθήνα σε διμερή διάλογο, αναγνωρίζοντας ρόλο στην Αγκυρα σχετικά με τη μειονότητα;
Και επιπλέον συμπληρώνουν «υπάρχει το ζήτημα του Αιγαίου» .
Επισήμως, η Αθήνα αναγνωρίζει στο Αιγαίο μία διαφορά με την Αγκυρα: αυτή της υφαλοκρηπίδας. Ωστόσο διπλωματικοί κύκλοι σημειώνουν προς «Το Βήμα» ότι δεν έχουν όλες οι πλευρές την ίδια άποψη.
«Το ζήτημα του Αιγαίου είναι περίπλοκο. Αυτό έχει φανεί ξεκάθαρα στις μέχρι σήμερα διερευνητικές συνομιλίες. Οταν η κυβέρνηση Σημίτη είχε εμπλακεί ενεργά σε αυτές, είχε φθάσει σε ένα σημείο όπου και χτύπησε τοίχο. Ανέκυψαν ζητήματα, σχετιζόμενα με την υφαλοκρηπίδα, τα οποία δεν μπορούσαν να παρακαμφθούν. Τι θα γίνει ας πούμε με τα χωρικά ύδατα; Θα διατηρηθούν στα έξι ναυτικά μίλια ή θα επεκταθούν και πόσο πριν αρχίσουν οι συνομιλίες για την υφαλοκρηπίδα και η πιθανή παραπομπή της στη Χάγη;» αναρωτιούνται.
Και καταλήγουν, υπογραμμίζοντας άλλα δύο θέματα: «Η νάρκη σε έναν διευρυμένο διάλογο είναι η θεωρία των “γκρίζων ζωνών”. Θα αποτελέσει μέρος μιας πιθανής ατζέντας ή θα απορριφθεί εκ των προτέρων; Και δεν μπορούν να αγνοηθούν αβασάνιστα οι αμερικανικές προτάσεις για ελληνοτουρκική συνεννόηση ώστε να εκτονωθεί η ένταση στο Αιγαίο».
«Κλειδί» το Κυπριακό
ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ για να προχωρήσει η ελληνοτουρκική προσέγγιση βρίσκεται προς το παρόν στο Κυπριακό. Από τις δηλώσεις του υπουργού Επικρατείας και επικεφαλής των διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) Εγκεμέν Μπαγίς, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, δεν διεφάνη το παραμικρό ενδεχόμενο υποχώρησης της Αγκυρας σε κανένα από τα επίμαχα ζητήματα, όπως το άνοιγμα των λιμανιών και των αεροδρομίων της στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα ή οι εγγυήσεις.