Η ΧΑΩΔΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ-ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Ανάλυση της θεμελιακής έννοιας «Λόγος»
Την εποχή, που η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο τμήματα, Δυτική και Ανατολική, ο αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Κωνσταντίνος, ο αποκαλούμενος Μέγας, ευνόησε για τους δικούς του λόγους την επέκταση της τότε αναπτυσσόμενης χριστιανικής θρησκείας. Οι ηγήτορες της νέας αυτής θρησκείας, παρακλάδι της ιουδαϊκής με τις όποιες δογματικές διαφορές, είχαν τη διορατικότητα να αντιληφθούν, ότι κάθε προσπάθειά τους θα ήταν μάταιη και αναποτελεσματική, άν δεν έδειχναν, ότι η νέα αυτή θρησκεία ήταν μία εξέλιξη της μέχρι τότε επικρατούσας λατρείας. Δεν αρκέσθηκαν όμως μόνο σ' αυτό, αλλά διάφοροι ταγοί της νέας θρησκείας προσπάθησαν να συνενώσουν με διάφορους τρόπους την αρχαία Φιλοσοφία με τη νέα και ανερχόμενη τότε χριστιανική θεολογία.
Ας δούμε την οντολογική και κοσμολογική βάση του τρόπου, με τον οποίο βλέπουν την πραγματικότητα τα δύο αυτά, τόσο διαφορετικά στην Ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος, ιστορικά μεγέθη, ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός. Και συγκεκριμένα την έννοια «Λόγος», την οποία ο δεύτερος ταύτισε με το θεό του.
Ο Λόγος στον Ηράκλειτο και τον Ιωάννη
Ο Ηράκλειτος, ο μεγαλύτερος ίσως στοχαστής της περιόδου αυτής, διατύπωσε τα πασίγνωστα αποφθέγματά του.
1.. «Ουκ εμού, αλλά του λόγου ακούσαντας ομολογείν σοφόν εστιν εν πάντα είναι.» (Όχι εμένα, αλλά τον λόγο αφού ακούσετε, είναι σοφό να ομολογήσετε ότι ένα τα πάντα είναι), 26 (50). Οι αριθμοί παρουσιάζουν τη σειρά των αποσπασμάτων του Ηράκλειτου, ο πρώτος αρθιμός, όπως τα κατέταξε ο Ρούσσος και ο εντός παρενθέσεως, όπως τα κατέταξε ο Αξελός.
Και ο «λόγος» αναφέρεται πολλές φορές στα αποσπάσματα που διασώθηκαν, με κύριο απόσπασμα αυτό, που δεν έχει αμφισβητηθεί από κανένα, ότι είναι δικό του:
2. «Εν το σοφόν· επίστασθαι γνώμην οτέη εκυβέρνησε πάντα δια πάντων.» (Ένα το σοφό· να κατέχεις την ιδέα, που κυβερνά τα πάντα μέσα από τα πάντα), 85 (41). Επίσης το επόμενο:
3. «Εν το σοφόν μούνον λέγεσθαι ουκ εθέλει και εθέλει Ζηνός όνομα.» (Ένα και μόνο το σοφό δεν θέλει και θέλει να λέγεται με το όνομα του Δία), 84 (32). Και το τελευταίο:
4. «Του λόγου τούδ' εόντος αιεί αξύνετοι γίνονται άνθρωποι, και πρόσθεν η ακούσαι και ακούσαντες το πρώτον· γινομένων γαρ πάντων κατά τον λόγον τόνδε απείροισιν εοίκασι πειρώμενοι και επέων και έργων τοιουτέων οκοίων εγώ διηγέομαι κατά φύσιν διαιρέων έκαστον και φράζων όκως έχει· τους δε άλλους ανθρώπους λανθάνει οκόσα εγερθέντες ποιούσιν όκωσπερ οκόσα εύδοντες επιλανθάνονται.» (Μολονότι ο λόγος αυτός υπάρχει πάντα, ασύνετοι γίνονται οι άνθρωποι, και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά, κι ενώ γίνονται τα πάντα κατά το λόγο τούτο, με άπειρους μοιάζουν, κι ας έχουν πείρα και από λόγια και από έργα τέτοια, όπως αυτά που εγώ εξηγώ, διαχωρίζοντας το καθένα κατά την φύση του και λέγοντάς το όπως έχει. Όμως οι άλλοι άνθρωποι λησμονούν όσα ξυπνητοί κάνουν, όπως και όσα κάνουν κοιμισμένοι, δηλαδή ο λόγος είναι αυτός που πάντοτε υπάρχει, αλλά οι άνθρωποι δεν τον ακολουθούν), 1(1).
«Ξυν νοώ λέγοντας ισχυρίζεσθαι χρητώ ξυνώ πάντων όκωσπερ νόμω πόλις και πολύ ισχυροτέρως». (Aπόσπασμα 114). (Για να μιλήσουμε με την κοινή λογική, λέμε, ότι πρέπει να στηριζόμαστε στο Λόγο, ο οποίος διευθύνει τα πάντα, όπως η πόλις στηρίζεται στο νόμο και ακόμη μάλιστα πολύ ισχυρότερα.) Ο πίνακας στον οποίο εικονίζεται ο Ηράκλειτος είναι του Johan Moreelse, ιζ΄ αι. |
Το μεγάλο ερώτημα, που προκύπτει από αυτά τα αποσπάσματα ήταν και είναι ακόμη, τί εκφράζει ο λόγος, ποιά είναι η αλληγορική του έννοια; Είναι μία ερώτηση, στην οποία δεν είναι καθόλου εύκολο να δοθεί μία απάντηση τέτοια, που να μην επιδέχεται αμφισβήτηση. Σύμφωνα με τον Αξελό «ο Λόγος είναι αυτό που συνδέει τα φαινόμενα μεταξύ τους, που τα συνδέει ως φαινόμενα ενός και μόνου Σύμπαντος, κι αυτό που συνδέει την ομιλία με τα φαινόμενα. Ο “Λόγος” είναι ένας σύνδεσμος». Περίπου το ίδιο αναφέρει και ο Ρούσσος θεωρώντας, ότι ο ίδιος ο Ηράκλειτος «μας υποχρεώνει να δεχτούμε το λόγο σαν αυθυπόστατο αντικείμενο, ανεξάρτητο από τον φορέα του» και ότι το «εν» δεν ταυτίζεται με τα «πολλά», αλλά πρέπει να θεωρείται σε καθαρά οντολογικό πεδίο, όπου το «εν» είναι το γενικό και τα «πάντα» τα επί μέρους στοιχεία του ενός.
Ο Πανέρης επίσης θεωρεί, ότι: «Σχετικά με το λόγο ο Ηράκλειτος στη θέση τής έντονα νοητικής θεότητας βάζει μία νοητική αρχή, το “λόγο”», ενώ ο Βέϊκος πιστεύει, πως: «Ο λόγος προβάλλεται σαν ένα σήμα, που δηλώνει την αιώνια αλήθεια, όσο και τον αιώνιο κοσμικό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο γίνονται τα πάντα. Ο λόγος είναι ουσιαστικά ο συνδετικός αρμός όλων των πραγμάτων και των ανθρώπων, ο κοινός παράγοντας, που διαπερνά και διέπει τα πάντα.» Οι Kirk και συνεργάτες γράφουν, ότι: «Αυτό που πρέπει να αναγνωρισθεί είναι ο “λόγος”, που ίσως πρέπει να τον ερμηνεύσουμε ως ενοποιητική αρχή ή συμμετρική διάταξη των πραγμάτων, κάτι που σχεδόν θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “δομικό σχέδιο”, τόσο ατομικό όσο και γενικό. Ο λόγος φαίνεται να έχει το ίδιο εύρος εφαρμογής με το πρωταρχικό κοσμικό συστατικό, την φωτιά.»
Συνοψίζοντας όλα τα προαναφερθέντα θα μπορούσαμε να πούμε, ότι κατά τον Ηράκλειτο ο «Λόγος» είναι η άφατη, αμορφοποίητη και παντοδύναμη συμπαντική ενέργεια, όσα και αν είναι τα τυχόν επί μέρους Σύμπαντα, που υπάρχουν ως υποσύνολα ενός Συμπαντικού συνόλου, που επικοινωνούν μεταξύ τους στο εσωτερικό του, από την οποία εκπορεύεται κάθε υλική και νοητική ύπαρξη. Ο «Λόγος» είναι μέσα στο Σύμπαν [«είναι σοφό να ομολογήσετε ότι ένα τα πάντα είναι...» 85(41)], με τον τύπο εν-πάντα δηλώνεται όχι μόνον ότι τα πάντα αποτελούν ενότητα, αλλά και το ότι το ον νοείται κινούμενον αμφίδρομα. |
Είναι η ουσία του, η δημιουργική δύναμη [26(50) «ένα το σοφό, να κατέχεις την ιδέα που κυβερνά πάντα μέσα από τα πάντα...»], είναι η ταυτοποιημένη έννοια της Φύσης και των άπειρων δυνατοτήτων της [1(1) «...μολονότι ο λόγος αυτός υπάρχει αιώνια, ασύνετοι γίνονται οι άνθρωποι, και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά, κι ενώ γίνονται τα πάντα κατά το λόγο τούτο...»], δεν είναι κάποια εξωτερική υπερφυσική δύναμη που προστάζει: αυτό επεξηγεί ο ίδιος ο Ηράκλειτος στο πιο κάτω απόσπασμά του: 51(30) «Κόσμον τόνδε τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ΄ ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα.» [Τον κόσμο τούτο, τον ίδιο για όλους, ούτε θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε, αλλά ήταν πάντα και είναι και θα είναι φωτιά αειφόρος, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.] Από αυτό το απόσπασμα αλλά και από τα 29(53), 51(40), 75(92), 77(67), 86(5), 91(108) και 96(24) φαίνεται, ότι ο Ηράκλειτος εκτός από το «Λόγο» δεν θεωρεί ότι υπάρχουν άλλες δυνάμεις, όπως π.χ. θεότητες, που μπορούν να δράσουν έξω και πέραν των φυσικών δυνάμεων του Σύμπαντος. Είναι σαφής η τοποθέτησή του για τον ανθρωποκεντρισμό της θεότητας, όπως τούτο γίνεται απολύτως εμφανές από το απόσπασμα 77, που αναφέρει: «Ο θεός ημέρη ευφρόνη, χειμών θέρος, πόλεμος ειρήνη, κόρος λιμός· αλλοιούται δε όκωσπερ πυρ ο οκόταν συμμιγή θυώμασιν, ονομάζεται καθ΄ ηδονήν.» (Ο θεός μέρα νύχτα, χειμώνας θέρος, πόλεμος ειρήνη, κόρος λιμός· αλλοιώνεται όπως το πυρ, που όταν σμίξει με θυμιάματα, ονομάζεται κατά τη μυρωδιά του καθενός.)
Από το απόσπασμα αυτό είναι απολύτως σαφές, ότι ο Ηράκλειτος πιστεύει, ότι οι άνθρωποι δημιούργησαν τις θεότητες στην εποχή του αλλά και αργότερα, στην εποχή της δημιουργίας των μεγάλων θρησκειών τού σήμερα, ανάλογα με τις επιδράσεις των διαφόρων φαινόμενων, φυσικών ή τεχνητών, όπως π.χ. ο πόλεμος, όπως πολύ εύστοχα το παραλληλίζει με την ονομασία του θεού ανάλογα με τη μυρωδιά των θυμιαμάτων. |
Την έννοια αυτή του «Λόγου» φαίνεται, ότι ο ανθρώπινος νους ως σήμερα δεν είναι σε θέση να τη συλλάβει και να την εξηγήσει, γι΄ αυτό την ταυτίζει με το θεό, όπως ο καθένας τον φαντάζεται ή θα τον ήθελε να είναι ανάλογα με τις προσωπικές του υπερβατικές απόψεις.
Ο «Λόγος» θα μπορούσε να λεχθεί, ότι είναι το «μηδέν», αν ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί αυτό. Όμως άλλο η μαθηματική έννοια του μηδενός και άλλο η κοσμολογική. Είναι άραγε δυνατόν να υπάρχει «μηδέν» στο Σύμπαν; Αλλά αν υπάρχει, τότε θα υπήρξε κάποτε, έστω και για μία στιγμή, δημιουργία από το μηδέν. Σήμερα όμως πιστεύουμε, ότι από το μηδέν τίποτε δεν μπορεί να δημιουργηθεί, και αυτό είναι μία γνώση και της σημερινής Επιστήμης αλλά και των αρχαίων φιλοσόφων και ερευνητών του κοσμολογικού γίγνεσθαι. Εκτός πλέον αν υπάρχει κάποιο άλλο μηδέν, άγνωστο, απροσδιόριστο και ακατανόητο για το δικό μας το περιορισμένο μυαλό στα όρια του μικρόκοσμού μας επί της γης. |
Φιλόσοφος (φίλος και σοφία) είναι αυτός, που αγαπά τη σοφία, που αγαπά τη γνώση. Πρώτος χρησιμοποίησε τη λέξη ο Πυθαγόρας, ο οποίος αυτοαποκαλούνταν φιλόσοφος, δηλαδή εραστής της σοφίας και όχι σοφός. (Στην εικόνα «Η Φιλοσοφία» του Ραφαήλ). |
Ο Αξελός λέγει: «Το είναι του θεού βρίσκεται στο γίγνεσθαι. Ο θεός είναι σε κίνηση, μεταβάλλεται παραμένοντας ο ίδιος. Το γίγνεσθαι είναι θείο. Ο θεός είναι ενωμένος με το Λόγο, με τον κόσμο, με την φωτιά, είναι η ενότητα των αντιθέτων.» Άν λοιπόν η αλληγορική έννοια της Προμηθεϊκής φωτιάς είναι η μεταφορά της Συμπαντικής γνώσης στον άνθρωπο, τότε θα ήταν δυνατόν να ισχυρισθεί κανείς, ότι ο «Λόγος» είναι η έκφραση του φορέα αυτής της φωτιάς. Από τα πιο πάνω αποσπάσματα 26(50) και 85(41) φαίνεται αμέσως, πως «...τα πάντα είναι ένα» και πως «ένα το σοφό, να κατέχεις την ιδέα που κυβερνά τα πάντα μέσα από τα πάντα», δηλαδή κατά τον Αξελό «...η θεότητα είναι η συμπαντική σοφία... είναι το νόημα του κόσμου... σαν νόημα που είναι, ενώνεται με το λόγο.»
Η χαώδης απόσταση του χριστιανικού «Λόγου»
Αυτή την καθαρά φυσιοκρατική άποψη του Ηράκλειτου την παραλλήλισαν και ακόμη την ταυτίζουν με την άποψη του «κατά Ιωάννην» Ευαγγελίου, όπως αναφέρεται πιο κάτω: «Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον θεόν, πάντα δι' αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν, εναυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων.» (Βλ. Ο Λόγος βρίσκεται μέσα στο Σύμπαν).
Η θεολογική ερμηνεία του πιο πάνω κειμένου, όπως την εξηγεί ο Τρεμπέλας, είναι η εξής: «Κατά την αρχήν της δημιουργίας υπήρχεν ο υιός του Θεού, που εγεννήθη από τον πατέρα ως άπειρος και ζωντανός λόγος από απειροτέλειον και πάνσοφον νουν. Και ο λόγος ως δεύτερον πρόσωπον της θεότητας υπήρχεν αχώριστος από τον Θεόν και ήτο πάντοτε πλησιέστατα προς αυτόν. Και ήτο Θεός τέλειος ο λόγος. Ούτος υπήρχε κατά την αρχήν της δημιουργίας ενωμένος προς τον θεόν. Όλα τα δημιουργήματα έγιναν δια της συνεργασίας του με τον πατέρα και χωρίς αυτόν δεν έγινεν ούτε το παραμικρό από όσα έχουν γίνει. Είχε μέσα του ζωή, και αυτός ως πηγή της ζωής δημιούργησε και συντηρεί κάθε ζωή. Δια τους λογικούς δε ανθρώπους ήτο εξ αρχής και το πνευματικόν και ηθικόν φως, που φωτίζει τον νουν τους και οδηγεί εις την αλήθειαν.»
Ο φυλακισμένος φιλόσοφος παραστεκόμενος από τη Φιλοσοφία. (Μικρογραφία χειρογράφου, που περιέχει τα έργο του μεταφραστή του Αριστοτέλη, Boηθίου. Βιβλιοθήκη της Βαυαρίας. Bλ. Ένα χρονικό του διωγμού των φιλοσόφων διά μέσου των αιώνων). |
Η σχολαστική μελέτη των αποσπασμάτων του Ηράκλειτου και η παράλληλη συγκριτική μελέτη του ευαγγελικού αποσπάσματος δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών για τη χαώδη εννοιολογική απόσταση, που υπάρχει μεταξύ των δύο εννοιών. Εξετάζοντας και πάλι το απόσπασμα 85(41), («Ένα το σοφό, να κατέχεις την ιδέα που κυβερνά τα πάντα μέσα από τα πάντα») και συνδυάζοντάς το με το 26(50) («...του λόγου ακούσαντας ...τα πάντα είναι ένα») γίνεται αμέσως αντιληπτό, πως ο «Λόγος» είναι η διαρκής και δημιουργική εσώτατη ουσία των δυνάμεων της Φύσης, «ο οικουμενικός δεσμός, το φως που καθιστά δυνατή την αποκάλυψη του είναι εν τω γίγνεσθαι της ολότητας» κατά τον Αξελό, ενώ από άλλους συγγραφείς αναφέρεται ως παγκόσμιος και καθολικός νόμος, που έχει ως αρχή και αφετηρία την ουσία της Φύσεως, και ότι οι νόμοι της Φύσεως είναι αναγκαστικοί, δηλαδή αναπότρεπτοι και συγχρόνως αιώνιοι και απαράβατοι και αποτελούν την «φωνή της Φύσεως» από το εσωτερικό και βαθύτερο είναι των όντων.
Δηλαδή τα φυσικά όντα, μεταξύ των οποίων ασφαλώς και ο άνθρωπος, εξελίσσονται και αναπτύσσονται ελεύθερα σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους και χωρίς περιορισμούς. Άλλωστε και από τους αρχαίους Έλληνες διατηρούμε παρακαταθήκες για την φύση μας. Ο σοφιστής Αλκιδάμας έλεγε: «Ελεύθερους αφήκε πάντας ο Θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκε», ενώ ο Αριστοτέλης σημείωνε, ότι η δουλεία είναι αντίθετη στην Φύση, γιατί μόνον οι ανθρώπινοι νόμοι δημιουργούν άλλους δούλους και άλλους ελεύθερους. Στην Φύση δεν υπάρχει τέτοια διάκριση. Και ο Πλάτων στον «Ιππία» παρατηρεί: «Ηγούμαι εγώ ημάς συγγενείς τε και οικείους και πολίτας άπαντας είναι φύσει ου νόμω.» Ο φυσικός νόμος δεν κάνει καμμιά διάκριση ανάμεσα στα όντα και τις μορφές της δημιουργίας και βοηθάει στη αδιάκοπη εξέλιξή τους. Η πηγή της ελευθερίας λοιπόν βρίσκεται μέσα στην ίδια τη σύνθεση της ουσίας της Φύσης. Είναι με άλλα λόγια ιδιότητα αυτού του ίδιου του πνεύματος.
Αυτή η ελληνική θέση για το «Λόγο» δεν πρέπει να συγχέεται με το «Λόγο» του Ιωάννη, που είναι ο ενσαρκωμένος υιός του Πατέρα-Θεού, του «Πάνσοφου νου». Ο Ηράκλειτος συνέλαβε και εξέφρασε το νόημα της ολότητας του κόσμου, αυτήν την ολότητα που είναι αιώνια και καθόλου δημιούργημα ενός υπερβατικού όντος, ενώ αντίθετα η βιβλική θεολογία και κατ΄ επέκταση η χριστιανική πιστεύει σε έναν κόσμο, που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από έναν εξωσυμπαντικό, πάνσοφο και ασφαλώς υπερβατικό Θεό, αυτόν που έκανε όλους τους ευφυείς σχεδιασμούς, σύμφωνα με τη σημερινή ορολογία, μια εξωσυμπαντική θεία πρόνοια, που κυβερνά τον κόσμο έξω από το Σύμπαν, που έχει λόγο για τον τρόπο συμπεριφοράς και διαβίωσης των επί της γης κι όπου τυχόν αλλού πλασμάτων, που ρυθμίζει τις ζωές και την τύχη τους. Ένα θεό, ο οποίος επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση του δημιουργικού πνεύματος μόνον, ως εκεί που δεν ενοχλεί τις δογματικές και απόλυτες θέσεις των επί της γης εκπροσώπων του. Δεν αφήνουν καμμιά αμφιβολία για όσα αναφέρθηκαν τα τρία πρώτα εδάφια του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, τα οποία αναφέρθηκαν πιο πάνω. |
Ο «Λόγος» του Ευαγγελίου είναι αυτός ο ίδιος ο θεός προσωποπαγής (...και θεός ην ο Λόγος) και ενσαρκωμένος με τη μορφή του υιού. Ο «Λόγος» του ευαγγελιστή είναι αυτός που δημιουργεί τα πάντα αναλλοίωτα εις το διηνεκές. Αντίθετα ο Λόγος του Ηράκλειτου υπάρχει μέσα στην ουσία του συμπαντικού γίγνεσθαι, που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, αναζήτηση διαφορετικών μορφών και αλλαγή των υφισταμένων, σε μια διαρκή, εξελικτική δημιουργία, νέων τελειότερων μορφών. Ένας «Λόγος» άυλος, α-προσωποπαγής, διάχυτος σε κάθε μόριο του Σύμπαντος, αφού «εν πάντα είναι».
Η Ηρακλείτεια φιλοσοφία πιστεύει στο ενιαίον του Σύμπαντος, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος είναι ένα μικρό παρακλάδι, ενός Σύμπαντος που κανένας δεν έφτειαξε ποτέ, που υπήρχε πάντα και θα υπάρχει αιωνίως σε ένα συνεχές και αειφόρο γίγνεσθαι, όπως φαίνεται στο απόσπασμα 51(30) που προαναφέρθηκε. («Τον κόσμο τούτο, τον ίδιο για όλους, ούτε κάποιος θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε, αλλά ήταν πάντα και είναι και θα είναι αιώνια ζώσα φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο».) |
Επαληθεύει τους Έλληνες η σύγχρονη Φυσική
Σύμφωνα με τα νεώτερα δεδομένα της σύγχρονης Φυσικής κάθε υποπυρηνικό σωματίδιο σχετίζεται με όλα τα άλλα. Κανένα τους δεν είναι στοιχειώδες ή πρωταρχικό, αλλά το καθένα περιέχει κάτι από την ταυτότητα των άλλων. Από όσα σήμερα είναι γνωστά, το αρχέγονο Σύμπαν φαίνεται πως άρχισε από την απλούστερη θερμοδυναμική ισορροπία. Άρχισε σε μία κατάσταση απείρως υψηλής θερμοκρασίας, «ην και έστι και έσται πυρ αείζωον», και είναι δύσκολο να βρεθεί κάποια διαφορά στην πριν 2.500 χρόνια έννοια και τη σημερινή γνώση. Μέσα στην ιδέα του απείρου «Λόγου» η ιδέα του κόσμου σαν μία αιώνια φωτιά δεν φαίνεται να διαφέρει. Στην αρχέγονη φάση -δέχεται η σύγχρονη Φυσική- επικρατούσε τόσο υψηλή θερμοκρασία, ώστε ήταν αδύνατο να υπάρχει σύνθετος πυρήνας (απτόμενον μέτρα). Όσο όμως η πυρηνική φωτιά έσβηνε (αποσβεννύμενον μέτρα) και η θερμοκρασία έπεφτε, άρχισαν να σχηματίζονται σύνθετοι πυρήνες.
Σε ένα δηλαδή διαστελλόμενο Σύμπαν η οργανωμένη ενέργεια μπορεί να εμφανιστεί αυτόματα, χωρίς να υπάρχει από την αρχή. Συνεπώς η κοσμική τάξη ξεπηδά από τη διαστολή του Σύμπαντος, που εξηγεί όχι μόνον την προέλευση της ύλης αλλά και την προέλευση της οργάνωσής της. Η αρμονία δηλαδή του Σύμπαντος και η αφθονία των φυσικών νόμων είναι ένα φαινόμενο καθαρά χαμηλών θερμοκρασιών κατά τους φυσικούς. Όμως η θερμοκρασία στο Σύμπαν αυξάνει, με αποτέλεσμα την αύξηση της εντροπίας στην υψηλότερη τιμή της. Με την αύξηση λοιπόν της θερμοκρασίας οι διάφορες δυνάμεις που επενεργούν στην ύλη, καθώς λέει ο φυσικός Davies, αρχίζουν να χάνουν την ταυτότητά τους και στην «φανταστική» θερμοκρασία των 10 °C όλες οι δυνάμεις της Φύσης συγχωνεύονται σε μία υπερδύναμη. Σε αυτή τη θερμοκρασία όλα τα διαφορετικά υποατομικά σωματίδια χάνουν και αυτά την ταυτότητά τους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους εξαφανίζονται μέσα σε αυτό το φοβερό καμίνι.
Οι φυσικοί σήμερα τείνουν να καταλήξουν στο συμπέρασμα, ότι, καθώς αυξάνεται η θερμοκρασία, τα σύνθετα υποατομικά σωματίδια διασπώνται αποκαλύπτοντας απλούστερα συστατικά, και οι πολύπλοκες δυνάμεις λειτουργούν με απλούστερο τρόπο. Ακόμη είναι πρόωρο να λεχθεί με βεβαιότητα, άν αυτές οι ιδέες είναι σωστές. Οι ενδείξεις όμως είναι ενθαρρυντικές. Στις αφάνταστα λοιπόν υψηλές θερμοκρασίες της δημιουργίας θα λειτουργούσε μόνο η υπερδύναμη και σε ελάχιστα είδη απλών σωματιδίων.
Αυτή όμως η θεωρία της σημερινής Φυσικής σε τι διαφέρει άραγε από την Ηρακλείτειο ρήση «...αλλά ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον»; Από την φωτιά, το πυρ, την ουσία του Σύμπαντος, το «Λόγο» δηλαδή, γίνονται τα όντα με την πύκνωση και την αραίωση, και όλα ξαναδιαλύονται από το τρομακτικό καμίνι της φωτιάς, έτσι που αυτή η ίδια η Φύση με την έννοια της φωτιάς αποτελεί το μοναδικό υπόβαθρο. Γιατί όλα χάνονται και δημιουργούνται με την φωτιά. Δηλαδή για τον Ηράκλειτο και για τη νεώτερη Φυσική ο κόσμος είναι αποτέλεσμα της φωτιάς, και η φωτιά γίνεται κόσμος. Το πυρ, η φωτιά, είναι η ενεργειακή δύναμη, ανάλογα με τη θερμοκρασία της «απτόμενη και αποσβεννύμενη» δημιουργεί η εξαφανίζει. Ο κόσμος, σε απάντηση στο αιώνιο ερώτημα, είναι αιώνια φωτιά, και η φωτιά, το πυρ, είναι η αρχή και το τέλος. |
* * *
Από τη μικρή αυτή αναδρομή στην έννοια των δύο «Λόγων» φαίνεται με απόλυτη σαφήνεια η εννοιολογική διαφορά ανάμεσα στον Ηρακλείτειο «Λόγο» και εκείνον του ευαγγελιστή. Ο πρώτος αναφέρεται σε μία φυσική υπερδύναμη, που ξεκινάει και λειτουργεί με τους συμπαντικούς νόμους και διέπει το αέναο γίγνεσθαι και ο δεύτερος σε έναν υπερβατικό, εξωσυμπαντικό θεό, που δημιουργεί και κυβερνάει το Σύμπαν. Εναπόκειται στον κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο να αποφασίσει, ποιός από τους δύο «Λόγους» πλησιάζει περισσότερο στην συμπαντική πραγματικότητα.
Βιβλιογραφικές επιλογές
- Αξελός, Κ., «Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία». (Μεταφ. Δ. Δημητριάδης.) Εκδ. «Εξάντας», 1962, σελ. 352.
- Αξελός, Κ., «Προς την πλανητική σκέψη». Εκδ. «Βιβλιοπωλείο της Εστίας», 1985, σελ. 437.
- Βέϊκος, Θ., «Οι προσωκρατικοί». Εκδ. «Ελληνικά γράμματα», 1995, σελ. 253.
- Davies, P., «Θεός και μοντέρνα Φυσική». Μτφρ. Θ. Τσουκαλαδάκης. Εκδ. «Κάτοπτρο», 1983, σελ. 382.
- Κirk, G. S., Raven, J. E. and Schofield, M., «Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι», μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, Εκδ. «Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1990, σελ. 560.
- Πανέρη , Ι., Προσωκρατικοί φιλόσοφοι. Εκδ. Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 149.
- Πλάτων. «Ιππίας».
- Popper, K., Gigon, O. και Μιχαηλίδης, Κ. Π., Οι Προσωκρατικοί, Εκδ. «Imago», 1984, σελ. 362.
- Ρούσσος, Ε., «Ηράκλειτος, περί Φύσεως». Εκδ. «Παπαδήμα», Αθήνα, 1987, σελ. 211.
- Θανασουλόπουλος Κ.Κ., Η θεωρία της εξέλιξης στην φιλοσοφία του Εμπεδοκλή.
- Τρεμπέλας, Π.Ν., «Η Καινή Διαθήκη», Αθήνα, 1982.
Κώστας Θανασουλόπουλος
Ομότιμος Καθηγητής Α.Π.Θ.
21.1.2010