Της Μαίρης Αδαμοπούλου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010
Τρεις θεωρίες που είχαν καθιερωθεί έρχεται να ανατρέψει η «πληγωμένη» ανασκαφή ενός από τους σημαντικότερους οικισμούς του προϊστορικού Αιγαίου, εκείνη του Ακρωτηρίου στη Θήρα. Και 43 χρόνια μετά τις πρώτες συστηματικές ανασκαφές του Σπυρίδωνος Μαρινάτου, οι μύθοι καταρρέουν και η αρχαιολογική σκαπάνη δίνει ουσιαστικές απαντήσεις, όπως αποκάλυψε χθες σε ομιλία του ο ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής της ανασκαφής από το 1974, Χρίστος Ντούμας σε ομιλία του στην Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
Έβαλε τέλος στον μινωικό πολιτισμό η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας;
«Οι πάντες γνωρίζουν ότι αυτό που οδήγησε τα βήματα του Μαρινάτου στο Ακρωτήρι ήταν η προσπάθειά του να επαληθεύσει αυτήν τη θεωρία του. Και ακόμη και σήμερα απασχολεί τους επιστήμονες η υπόθεση αυτή. Αν και η ισχύς της έκρηξης, σύμφωνα με τα νεώτερα δεδομένα, όμως, ήταν πολλαπλάσια εκείνης που ο Μαρινάτος είχε εκτιμήσει, ακόμη δεν έχουν εντοπιστεί ενδείξεις που να καταδεικνύουν μεγάλες καταστροφές στην Κρήτη», εξηγεί ο κ. Ντούμας.
«Η εικόνα που έχουν μέχρι σήμερα σχηματίσει οι επιστήμονες είναι ότι οι τεράστιες ποσότητες τέφρας που εκτινάχτηκαν από το ηφαίστειο κινήθηκαν προς τα ανατολικά αφήνοντας την Κρήτη σχεδόν έξω από την ακτίνα διασποράς τους. Το ίδιο βεβαιώνουν και οι αρχαιολογικές μαρτυρίες από τη Ρόδο, την Κω και τη Μικρά Ασία. Επιπροσθέτως, οι καταστροφές που εντοπίζονται σε αρχαιολογικούς ορίζοντες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Κρήτη, τοποθετούνται σε φάση πολύ μετά την ηφαιστειακή έκρηξη, γεγονός που επιβεβαιώνουν και οι χρονολογήσεις με ραδιενεργό άνθρακα».
Τα νησιά των Κυκλάδων ήταν μινωικές αποικίες και τελούσαν υπό την πολιτική ηγεμονία της Κρήτης;
«Τα εντυπωσιακά ευρήματα ήδη των πρώτων χρόνων της ανασκαφής, είχαν αρχίσει να θέτουν υπό αμφισβήτηση την άποψη αυτή, που δεν ήταν εντελώς αυθαίρετη, αφού μεγάλοι ιστορικοί της αρχαιότητας, όπως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, είχαν αναφερθεί επ΄ αυτού. Εκείνο που κατά τη γνώμη μου είχε αγνοηθεί από τους νεώτερους, είναι ότι και οι δύο ιστορικοί με σαφήνεια διακηρύσσουν ότι πρόκειται για θρύλο. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι όσο μεγάλη κι αν ήταν η εξάρτηση των νησιών από την ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη για την επιβίωση των κατοίκων τους, οι Κυκλάδες διατήρησαν την πολιτισμική αυτονομία τους, η οποία μάλλον εκτεινόταν και σε πολιτικό επίπεδο, διότι ο πλούτος, που η αρχαιολογική σκαπάνη φέρνει στο φως, ήταν προϊόν ναυτικών δραστηριοτήτων, τις οποίες ανάγκη είχαν ακόμη και οι πλούσιες μεγάλες στεριές.
Τρίτος μύθος που καταρρέει είναι η θεωρία ότι οι Κυκλάδες κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού είχαν περιπέσει σε παρακμή. «Με την έρευνα στα βαθιά φρέατα θεμελίωσης των στύλων για το νέο στέγαστρο αποδείχτηκε όχι μόνο η πολιτισμική συνέχεια από τη Νεολιθική Εποχή ώς την έκρηξη του ηφαιστείου, αλλά και ότι η συνέχεια αυτή εκδηλώθηκε με εντυπωσιακές εκφάνσεις. Ανασκαφικά αποδεικνύεται ότι στη Μέση Εποχή του Χαλκού υπήρχαν διώροφα οικοδομήματα επιμελημένης κατασκευής και αγγεία με πολύχρωμες παραστάσεις ζώων, φυτών και ανθρώπινων μορφών».
Έβαλε τέλος στον μινωικό πολιτισμό η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας;
«Οι πάντες γνωρίζουν ότι αυτό που οδήγησε τα βήματα του Μαρινάτου στο Ακρωτήρι ήταν η προσπάθειά του να επαληθεύσει αυτήν τη θεωρία του. Και ακόμη και σήμερα απασχολεί τους επιστήμονες η υπόθεση αυτή. Αν και η ισχύς της έκρηξης, σύμφωνα με τα νεώτερα δεδομένα, όμως, ήταν πολλαπλάσια εκείνης που ο Μαρινάτος είχε εκτιμήσει, ακόμη δεν έχουν εντοπιστεί ενδείξεις που να καταδεικνύουν μεγάλες καταστροφές στην Κρήτη», εξηγεί ο κ. Ντούμας.
«Η εικόνα που έχουν μέχρι σήμερα σχηματίσει οι επιστήμονες είναι ότι οι τεράστιες ποσότητες τέφρας που εκτινάχτηκαν από το ηφαίστειο κινήθηκαν προς τα ανατολικά αφήνοντας την Κρήτη σχεδόν έξω από την ακτίνα διασποράς τους. Το ίδιο βεβαιώνουν και οι αρχαιολογικές μαρτυρίες από τη Ρόδο, την Κω και τη Μικρά Ασία. Επιπροσθέτως, οι καταστροφές που εντοπίζονται σε αρχαιολογικούς ορίζοντες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Κρήτη, τοποθετούνται σε φάση πολύ μετά την ηφαιστειακή έκρηξη, γεγονός που επιβεβαιώνουν και οι χρονολογήσεις με ραδιενεργό άνθρακα».
Τα νησιά των Κυκλάδων ήταν μινωικές αποικίες και τελούσαν υπό την πολιτική ηγεμονία της Κρήτης;
«Τα εντυπωσιακά ευρήματα ήδη των πρώτων χρόνων της ανασκαφής, είχαν αρχίσει να θέτουν υπό αμφισβήτηση την άποψη αυτή, που δεν ήταν εντελώς αυθαίρετη, αφού μεγάλοι ιστορικοί της αρχαιότητας, όπως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, είχαν αναφερθεί επ΄ αυτού. Εκείνο που κατά τη γνώμη μου είχε αγνοηθεί από τους νεώτερους, είναι ότι και οι δύο ιστορικοί με σαφήνεια διακηρύσσουν ότι πρόκειται για θρύλο. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι όσο μεγάλη κι αν ήταν η εξάρτηση των νησιών από την ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη για την επιβίωση των κατοίκων τους, οι Κυκλάδες διατήρησαν την πολιτισμική αυτονομία τους, η οποία μάλλον εκτεινόταν και σε πολιτικό επίπεδο, διότι ο πλούτος, που η αρχαιολογική σκαπάνη φέρνει στο φως, ήταν προϊόν ναυτικών δραστηριοτήτων, τις οποίες ανάγκη είχαν ακόμη και οι πλούσιες μεγάλες στεριές.
Τρίτος μύθος που καταρρέει είναι η θεωρία ότι οι Κυκλάδες κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού είχαν περιπέσει σε παρακμή. «Με την έρευνα στα βαθιά φρέατα θεμελίωσης των στύλων για το νέο στέγαστρο αποδείχτηκε όχι μόνο η πολιτισμική συνέχεια από τη Νεολιθική Εποχή ώς την έκρηξη του ηφαιστείου, αλλά και ότι η συνέχεια αυτή εκδηλώθηκε με εντυπωσιακές εκφάνσεις. Ανασκαφικά αποδεικνύεται ότι στη Μέση Εποχή του Χαλκού υπήρχαν διώροφα οικοδομήματα επιμελημένης κατασκευής και αγγεία με πολύχρωμες παραστάσεις ζώων, φυτών και ανθρώπινων μορφών».
«Ο πλούτος που έρχεται στο φως ήταν προϊόν ναυτικών δραστηριοτήτων, τις οποίες ανάγκη είχαν ακόμη και οι πλούσιες μεγάλες στεριές»
«Η ανασκαφή σταμάτησε από το 2005»
Παρά το γεγονός ότι το Ακρωτήρι αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους, παραμένει κλειστός από το 2005 λόγω της κατάρρευσης του βιοκλιματικού στεγάστρου που προκάλεσε τον θάνατο ενός τουρίστα. «Δυστυχώς, έκτοτε το αρχαιολογικό έργο έχει σταματήσει», λέει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Χρίστος Ντούμας. «Οι εργασίες για την αποκατάσταση του στεγάστρου που έχουν αρχίσει τον τελευταίο καιρό είναι μικρής κλίμακας και στην ουσία το έργο που χρειάζεται 18 μήνες για την ολοκλήρωσή του δεν έχει ακόμη αρχίσει», προσθέτει προβληματισμένος για την πρόοδο του έργου.