«Αδιάβαστους» έθαψαν οι Αθηναίοι τους δικούς τους την εποχή του μεγάλου λοιμού, θύμα του οποίου ήταν και ο Περικλής. Ανοιξαν έναν πρόχειρο λάκκο στην άκρη του νεκροταφείου του Κεραμεικού και έριχναν μέσα τα μολυσμένα πτώματα χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα και χωρίς κτερίσματα. Ετάφησαν γύρω στους 130-150 άνδρες, γυναίκες και παιδιά».
Συγκλονιστικές ήταν οι σκηνές που περιέγραψε χθες η ανασκαφέας του τάφου του Λοιμού των Αθηνών Εφη Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη, σε ομιλία της στην Αρχαιολογική Εταιρεία, δέκα χρόνια μετά την αποκάλυψή του για τα έργα του Μετρό στην οδό Πειραιώς.
Ο λοιμός εμφανίστηκε στην πόλη της Αθήνας το καλοκαίρι του δεύτερου χρόνου του Πελοποννησιακού Πολέμου και διήρκεσε μία διετία. Από την ασθένεια μειώθηκε ο πληθυσμός στο 1/3 του.
«Ο τάφος του λοιμού ήταν ένας μεγάλος ακανόνιστος λάκκος που σκάφτηκε στην άκρη του νεκροταφείου στον φυσικό βράχο, σε βάθος 4,30 μ., αρκετά ευρύχωρος για να υποδεχθεί μεγάλο αριθμό πτωμάτων», είπε η κ. Μπαζιωτοπούλου. Σκάβοντας τον λάκκο οι αρχαίοι βρήκαν κάποιες παλιότερες ταφές. Παρά τη βιασύνη τους υπό τον φόβο εξάπλωσης της ασθένειας, συγκέντρωσαν τα κρανία των προγόνων τους και τα τοποθέτησαν προσεκτικά σε μία άκρη.
Με τους πρώτους νεκρούς έριξαν και λίγα κτερίσματα. Στην αρχή πετούσαν και μερικές φτυαριές χώμα. Αργότερα, όμως, όταν τα πτώματα πολλαπλασιάστηκαν και ο διαθέσιμος χώρος άρχισε να λιγοστεύει, δεν έριχναν χώμα. Ο ένας νεκρός έπεφτε πάνω στον άλλο, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Τα βρέφη τα έθαβαν σε ξεχωριστές θήκες για να μην πάνε χύδην στον Αδη. Αναμεσά τους βρέθηκαν δέκα λευκές λύκηθοι.
Ο Θουκυδίδης περιγράφει τον φόβο και την απόγνωση που κατέλαβε την πόλη στα χρόνια του λοιμού, και οδήγησε τους κατοίκους στην καταπάτηση των ιερών και των οσίων. «Υπερβιαζομένου γαρ του κακού οι άνθρωποι, ουκ έχοντες ό,τι γένωνται, ες ολιγορίαν ετράποντο και ιερών και οσίων ομοίως. Νόμοι τε πάντες ξυνεταράχθησαν οις εχρώντο πρότερον περί τας ταφάς, έθαπτον δε ως έκαστος εδύνατο».
«Η περιγραφή αυτή του Αθηναίου ιστορικού αντικατοπτρίζεται καθαρά στην εικόνα που αντικρίσαμε κατά την ανασκαφή του λάκκου της ομαδικής ταφής στον Κεραμεικό», είπε η αρχαιολόγος.
Οι πολίτες κείτονταν εγκαταλειμμένοι στους δρόμους. Η πόλη ήταν αναγκασμένη για λόγους δημόσιας υγείας να τους θάψει με συνοπτικές διαδικασίες. Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα στην Αθήνα. Ο φόβος του θανάτου ήταν παντού, όπως αναφέρει ο μεγάλος ιστορικός της αρχαιότητας: «και νοσηλεύοντες ο εις τον άλλον εμολύνοντο και ώσπερ τα πρόβατα, έθνησκον». «Ούτε γαρ ιατροί ήρκουν αλλά και αυτοί μάλιστα έθνησκον ...ούτε άλλη ανθρωπεία τέχνη ουδεμία, ακόμη και οι παρακλήσεις προς τους θεούς ή οι επικλήσεις προς τα μαντεία και τα παρόμοια, τα πάντα ήσαν ανώφελα και τελικά οι άνθρωποι καταβληθέντες από το κακό παρητήθησαν».
Μια παρόμοια κατάσταση έζησαν οι Αθηναίοι στα νεότερα χρόνια, όταν ενέσκηψε χολέρα το 1854.
Σημασία έχει ότι «ύστερα από 2.425 χρόνια, έχουμε τη δυνατότητα, με την εύρεση οστών των θυμάτων του λοιμού, να αξιοποιήσουμε την προτροπή του Θουκυδίδη: "Αλλ' εγώ που κι ο ίδιος έπαθα από τη νόσο, και με τα ίδια τα μάτια μου είδα άλλους πάσχοντας, θα εκθέσω την πραγματική της πορεία και θα περιγράψω τα συμπτώματά της".»
Μια ομάδα Ελλήνων ερευνητών, με επικεφαλής τον επ. καθηγητή της Οδοντιατρικής Σχολής του Παν. Αθηνών Μανόλη Παπαγρηγοράκη και τους Φίλιππο Συνοδινό και Χρήστο Γιαπιτζάκη, εξέτασε μερικά ακέραια δόντια των νεκρών και διαπίστωσε ότι «τυφοειδής πυρετός συμμετείχε στην αιτιολογία του λοιμού της Αθήνας είτε αποκλειστικά είτε σε συνδυασμό με κάποιον άλλο, προς το παρόν άγνωστο, λοιμογόνο παράγοντα».
Με τον τυφοειδή πυρετό έχουμε σήμερα μεγάλη θνησιμότητα σε περιοχές του Τρίτου Κόσμου. Γιατί να μην είχε και στην αρχαία Αθήνα, που η φαρμακευτική αγωγή και ο εμβολιασμός ήταν άγνωστα στους Αθηναίους του 430 π.Χ.;
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=137136