Tου Χρήστου Γιανναρά
Φταίει το μέτρο, όχι το μετρούμενο: Το θερμόμετρο, η ζυγαριά, όχι η αιτία που προκάλεσε τον πυρετό, η λαιμαργία που πρόσθεσε το βάρος.
Ηταν κακή η χρονιά που πέρασε, λέει δραματικά ο ολίγιστος πρωθυπουργός μας. Ατυχήσαμε στη ρουλέτα, όμως είχε στραβώσει προκαταβολικά η παρτίδα. Δεν διανοείται την αυτοκριτική, την υποχρέωση να λογοδοτήσει απέναντι στην κοινωνία, δεν έμαθε ποτέ ότι η εξουσία είναι διακονία των κοινών αναγκών, όχι τζόγος στο οικογενειακό του καζίνο. Οι οικογένειες, που κληρονομικά διαχειρίζονται το ελλαδικό φέουδο, μεγαλώνουν στους κόλπους τους τους επόμενους παίκτες του ηδονικού παιχνιδιού, και οι όροι του παιχνιδιού μόνο «επικοινωνιακοί», καθόλου ευθύνη έμπρακτων αποτελεσμάτων της πολιτικής στον κοινό βίο.
Τρεις ή τέσσερις μέρες μετά την επίρριψη των ευθυνών στην «κακή χρονιά», ο πρωθυπουργός προχώρησε στον ανασχηματισμό του προσωπικού του γραφείου. Το συγκροτούν εκατόν πενήντα (ναι, 150) υπάλληλοι: 45 στη «μονάδα» διοίκησης και οργάνωσης. 16 στην «παραγωγή πολιτικής». 13 για τον «επικοινωνιακό σχεδιασμό». 12 στην «παρακολούθηση του κυβερνητικού έργου». 11 υπάλληλοι θα παράγουν «καινοτομίες». 4 θα συντονίζουν «την υλοποίηση συγκεκριμένων προτεραιοτήτων του κυβερνητικού έργου». 10 θα οργανώνουν τον «απευθείας διάλογο του πρωθυπουργού με τους πολίτες». («Τα Νέα», 27/12/2010). Οι υπόλοιποι, ώς τους 150 που αναφέρει στον τίτλο της είδησης η εφημερίδα, μάλλον, με φαραωνικά ριπίδια, θα αναψύχουν τους 111 επιτελείς.
Απίστευτα πράγματα. Οχι απλώς εξωφρενικά (και χυδαία στον αμοραλισμό τους) για μια κοινωνία που βυθίζεται στον πανικό οικονομικής καταστροφής, αλλά και προκλητικά στυγνής ανελπιστίας. Το λαϊκό σώμα δεν αντιδρά, δεν καταλαβαίνει, τα αντανακλαστικά του έχουν οριστικά νεκρωθεί. Παράδειγμα καθόλου μοναδικό, αλλά χαρακτηριστικά ακραίο: Η «λεβεντομάνα» Κρήτη, η «πάντοτε απροσκύνητη», «προπύργιο της δημοκρατίας», «έτοιμη να θυσιαστεί για τη λευτεριά», ψηφίζει τριάντα χρόνια τώρα και θα ψηφίζει εσαεί τη σκλαβιά στην παπανδρεϊκή ασυδοσία, στο πιο εξευτελιστικό του πολίτη και της δημοκρατίας φεουδαρχικό σουλτανάτο. Αν κατόρθωσε κάτι εντυπωσιακό ο παπανδρεϊσμός στην Ελλάδα, είναι η απίστευτη σε έκταση εξηλιθίωση μεγάλων πληθυσμικών ομάδων: Οσο και αν επιχειρηματολογήσει κανείς μοιάζει μάταιο – η λογική σκέψη και κρίση δεν λειτουργούν. Η τραγική για τη χώρα φιγούρα του μειονεκτικού ηγέτη είναι ακόμα ανεκτή, ο λαός καταπίνει όποιον εξευτελισμό και αν του σερβίρουν έντεχνα.
Δεν υπάρχουν καλές και κακές χρονιές, ο χρόνος είναι μόνο μέτρο: «νόημα ή μέτρον... (λέγομεν) τον χρόνον, ουχ υπόστασιν» – το είχαν καταλάβει ο Αντιφών και ο Κριτόλαος, πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια, εμείς μάλλον το αγνοήσαμε. Χάσαμε τη σχέση: τι επομένως να μετρήσει ο χρόνος; Ξέρουμε μόνο τη χρήση και η χρήση γεννάει την ψευδαίσθηση της διάρκειας, της μόνιμης κατοχής. Οσο ευφραντικότερος ο πρωτογονισμός της ηδονής, με κορυφαία τα παραισθησιογόνα της εξουσίας, τόσο βαθύτερος ο βυθισμός στον αυτεξευτελισμό της ιταμότητας. Ο καταληκτήριος λόγος του ολίγιστου κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού στη Βουλή (κοντεύει μήνας τώρα) θα ’πρεπε να διασωθεί για να θυμίζει στους ανθρωπολόγους των επόμενων αιώνων σε ποια έσχατη αλλοτρίωση και εξευτελισμό έφθασε το κάποτε Γένος των Ελλήνων.
Να προσθέσουμε κάτι, ίσως δύσληπτο για τη νοητική εμβέλεια των συνεπαρμένων από τα ακκίσματα (και τις πομπές) του παπανδρεϊκού στον δύσμοιρο τόπο μας τσίρκου: Ο χρόνος μετράει τη σχέση, μετράει και την αποτυχία της σχέσης. Οταν κατορθώνεται η σχέση, γευόμαστε την ελευθερία από τη μέτρηση, την εμπειρία του «νυν» ως απεριόριστης διάρκειας: Διαβάζουμε τον Αριστοτέλη και είναι σύγχρονος, ακούμε τον Μότσαρτ και τον ψηλαφούμε υπαρκτόν πάντα ανάμεσά μας. Ο,τι ονομάζουμε «ποιότητα» της ζωής, ευαισθησία που τη γεννάει η καλλιέργεια, είναι κάποιες διαστατές απουσίες, για μας υπαρκτές μέσα από τη μετοχή μας στις σχέσεις κοινωνικής συνοχής που υπηρετεί το έργο τους.
Το έργο του Μάνου Χατζιδάκι, του Τσαρούχη, του Πικιώνη, του Καβάφη ιδρύει για τον καθένα μας σχέσεις πάντοτε επίκαιρες, ακατάλυτες από τον χρόνο. Γιατί το έργο τους υπηρετούσε κάτι που ήξεραν ότι τους ξεπερνάει: το «εμείς», όχι το «εγώ», την πατρίδα, όχι το συμφέρον της συντεχνίας. Η σχέση είναι στους αντίποδες της χρήσης, της ιδιοποίησης, της ιδιοτέλειας. Προϋποθέτει η σχέση την παραίτηση από το εγώ, την αυθυπέρβαση, την ανιδιοτέλεια. Γι’ αυτό και νικάει τον χρόνο. Τα άτομα πεθαίνουν, οι σχέσεις διαρκούν.
Στα σχολειά κάποτε αναστρεφόμασταν τους ήρωες και τους ευεργέτες – τους κορυφαίους της αυταπάρνησης. Τα ονόματά τους και το έργο τους σάρκωναν την οικειότητα της «πατρίδας». Καθόλου τυχαία η πασοκική λοιμική (που οργανικό της κομμάτι, αδιαφοροποίητο, είναι και η Ν.Δ.) εξάλειψε από την παιδεία κάθε σχέση με τους υπαρκτούς: τους ήρωες και τους ευεργέτες. Επέβαλαν τη λατρεία της χρήσης, όχι της σχέσης. Τη χρησιμότητα, όχι τη χαρά της κοινωνίας. (Συμπλέουν σήμερα ακόμα και οι αξιωματούχοι της «επικρατούσας θρησκείας»: συνεπαρμένοι από τη χρησιμοθηρία «προνοιακού έργου», ανυποψίαστοι για την ίδια την «εκκλησιαστική» τους ταυτότητα).
Οταν η πολιτική είναι άθλημα ανιδιοτέλειας, αυταπάρνησης, αυτοπροσφοράς, τότε ιδρύει σχέσεις ακατάλυτες από τον χρόνο: το γεγονός της κοινωνίας που δωρίζει ποιότητα ζωής, τη χαρά της συνύπαρξης, τη δυναμική της καλλιέργειας – πράγματα «πολυτίμητα». Οταν παγιδεύεται στη χρήση η πολιτική, σκιαμαχώντας για εντυπωσιασμό «διάρκειας», συμπαρασύρει και τους χρήστες της στον αφανισμό από το πεδίο των σχέσεων. Παράγει πολιτικούς μιας χρήσεως, εφήμερης φήμης: Παπαρήγα μιας χρήσεως, Αλαβάνο μιας χρήσεως συνοπτικά παροδικής, Παπανδρέου, Μητσοτάκηδες, Καραμανλήδες, διάττοντες ανυποψίαστους για την καθαρτήρια δυναμική του χρόνου. Του χρόνου που λιχνίζει το σιτάρι, σκορπίζει στη λήθη το άχυρο.
Αμποτε στην καινούργια χρονιά να γρηγορέψει το ανεμοσκόρπισμά τους. Να μην προλάβει η αρρωστημένη τους ιδιοτέλεια, μικρονοϊκή και τυφλή, να βλάψει περισσότερο τη συνύπαρξή μας. Αν δεν είναι κιόλας πολύ αργά.
Hμερομηνία : 31-12-10
Καθημερινή
Π.Β.για "Μακεδονικά ...& Άλλα"