Του Ιωαννη Ν. Γρηγοριαδη*
Τίποτε δεν προμήνυε στην αυγή του 21ου αιώνα ότι η Τουρκία θα ξέφευγε από τον φαύλο κύκλο της οικονομικής και πολιτικής καχεξίας, η οποία χαρακτήρισε τη δεκαετία του 1990.
Στο πολιτικό επίπεδο η κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον γηραιό και ασθενή πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετζεβίτ παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα αναποτελεσματικότητος των τουρκικών κυβερνήσεων συνεργασίας.
Ο στρατός παρέμενε πανίσχυρος στα παρασκήνια της πολιτικής. Η τουρκική οικονομία μαστιζόταν από υψηλά ελλείμματα, πληθωρισμό και δομικές δυσλειτουργίες, οι οποίες οδηγούσαν σε περιοδικές οικονομικές κρίσεις.
Η κορυφαία αυτών -αυτή του 2001- οδήγησε στη μείωση του τουρκικού ΑΕΠ κατά 9,4%, την πτώση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου κατά περίπου 50% και την απώλεια ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας. Η χώρα έδειχνε ακυβέρνητο καράβι σε θύελλα, και διάχυτη ήταν η απαισιοδοξία στην τουρκική κοινή γνώμη.
Η παρέμβαση του ΔΝΤ κατέστη αναγκαία αλλά και πολύ επώδυνη. Η μόνη αχτίδα αισιοδοξίας προερχόταν από την Ευρώπη. Τον Δεκέμβριο του 1999 η Τουρκία είχε αποκτήσει καθεστώς υποψηφίας προς ένταξη χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση μετά την ιστορική αλλαγή της ελληνικής στρατηγικής στο ζήτημα.
Δέκα χρόνια μετά, η Τουρκία εμφανίζεται σαφώς ισχυρότερη. Οι επιδόσεις των κυβερνήσεων του Κόμματος Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως (ΑΚΡ) στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής ξεπέρασαν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Η πτώση του πληθωρισμού σε μονοψήφια επίπεδα, η αύξηση των ξένων επενδύσεων, η σταθερή άνοδος του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) συνδέονταν τόσο με την ευνοϊκή διεθνή οικονομική συγκυρία, όσο και με τις μεταρρυθμίσεις των κυβερνήσεων Ερντογάν.
Η σημασία των τελευταίων φάνηκε όταν ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση. Τα διδάγματα της κρίσεως του 2000-2001, το πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητος και οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις βοήθησαν την Τουρκία να αντιμετωπίσει την κρίση με μικρές, σχετικώς, απώλειες και να αναβαθμίσει τον διεθνή οικονομικό της ρόλο. Οι ρυθμοί αναπτύξεως της τουρκικής οικονομίας κατά το 2010 υπελείποντο μόνον της κινεζικής. Οντας μέλος του G-20 ήδη από την ίδρυσή του, η Τουρκία ανέβηκε πρόσφατα στην 15η θέση στον κατάλογο των μεγαλυτέρων οικονομιών στον κόσμο.
Οι επιτυχίες της τουρκικής οικονομίας μεταφράζονται σε αυξημένη περιφερειακή πολιτική επιρροή, καθώς η οικονομική διπλωματία έχει μετατραπεί σε κύριο στρατηγικό εργαλείο προωθήσεως των τουρκικών εθνικών συμφερόντων. Ο ρόλος του στρατού στην πολιτική έχει περιορισθεί εντυπωσιακώς. Βεβαίως η εικόνα της πολιτικής καταστάσεως δεν είναι παντού ρόδινη. Μετά τις εντυπωσιακές μεταρρυθμίσεις των ετών 2002-2005, η κυβέρνηση Ερντογάν απώλεσε τον μεταρρυθμιστικό της οίστρο και συνέβαλε έτσι στην ντε φάκτο αδρανοποίηση των ευρωτουρκικών σχέσεων. Σε στρατηγικό επίπεδο, η προσπάθεια αναδείξεως της Τουρκίας ως αυτονόμου περιφερειακού και παγκόσμιου παράγοντος, η οποία δείχνει να συγκινεί την παρούσα τουρκική κυβέρνηση, ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Η αλαζονεία είναι κακός σύμβουλος των επιτυχημένων.
Αν στρέψει κανείς το βλέμμα του στην Ελλάδα κατά την ίδια δεκαετία, η πορεία είναι μάλλον αντίρροπη. Με την ένταξή της στην Ευρωζώνη η Ελλάς φαινόταν να μεγιστοποιεί τα πολιτικά και τα οικονομικά οφέλη της εντάξεώς της στην ΕΟΚ το 1981. Ηταν πλέον αμετακλήτως η «ευρωπαϊκή χώρα των Βαλκανίων». Δέκα χρόνια μετά, τα «βαλκανικά» χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτείας έχουν επανέλθει δριμύτερα, και η απαισιοδοξία είναι διάχυτη. Τι μπορεί να διδάξει το τουρκικό παράδειγμα; Πρώτον, ότι η ανάκαμψη της οικονομίας δεν μπορεί να προέλθει από τους τομείς της οικονομίας τούς κατ’ εξοχήν υπευθύνους για την κρίση. Ο δραστικός περιορισμός των δημοσίων δαπανών και η πάταξη των φαινομένων παρασιτισμού ιδιωτικών επιχειρήσεων εις βάρος του Δημοσίου αποτελούν το πρώτο βήμα για την απελευθέρωση των υγιών δυνάμεων της οικονομίας. Δεύτερον, ότι το εύρος των διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία εν καιρώ κρίσεως θέτει το όριο της οικονομικής επιτυχίας εν καιρώ ακμής. Οσο περισσότερα βαρίδια κοπούν τώρα, τόσο πιθανότερο είναι να μιλούμε για το «ελληνικό οικονομικό θαύμα» σε δέκα χρόνια.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_politics_2_09/01/2011_428049