Θεματολόγιο

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

13.1.11

Ορχάν Παμούκ: "Πατρίδα μου είναι η τουρκική γλώσσα"


Είναι ο μόνος Τούρκος συγγραφέας, μέχρι σήμερα, που έχει κερδίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, και ο δεύτερος νεότερος στην ιστορία των βραβείων αυτών (ο άλλος ήταν ο Κίπλινγκ).

Ο Ορχάν Παμούκ γεννιέται το 1952 στην Κωνσταντινούπολη, γόνος ανώτερης μεσοαστικής οικογένειας μηχανικών, σπουδάζει Αρχιτεκτονική, αλλά στα τρία χρόνια, τα παρατάει και το 1974 αποφασίζει να γίνει συγγραφέας με την ενθάρρυνση του πατέρα του, ο οποίος είναι συχνά απών, προτιμώντας το Παρίσι, την παρέα του Σαρτρ και του Καμύ.

Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο ΤΖΕΒΝΤΕΤ ΜΠΕΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ, βραβεύεται το 1979 από τις εκδόσεις Μιλιέτ. Είναι η πρώτη μίας αδιάλειπτης σειράς βραβεύσεων των βιβλίων του, που κορυφώνεται το 2006 με το Νόμπελ. Έχει ήδη γράψει ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, το ιστορικό μυθιστόρημα ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΚΑΣΤΡΟ (1985), το οιονεί αστυνομικό ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΒΙΒΛΙΟ (1990), ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας και ακολουθούν Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΖΩΗ (1994), ΜΕ ΛΕΝΕ ΚΟΚΚΙΝΟ (1998) ένα ιστορικό θρίλερ, το πολιτικό ΧΙΟΝΙ (2002) και τα πιο πρόσφατα, ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ, ένας φόρος τιμής στη μελαγχολική γενέτειρά του, ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, μία αδιέξοδη ερωτική ιστορία, που καταφεύγει σε χιλιάδες αντικείμενα για να ζήσει ως ανάμνηση, και το τελευταίο στα ελληνικά, ΑΛΛΑ ΧΡΩΜΑΤΑ, μία συλλογή κειμένων, όλα από τις εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ, τα περισσότερα σε μετάφραση της Στέλλας Βρετού.

Ο Παμούκ είναι ένας δύσκολος συγγραφέας. Κι ένας δύσκολος άνθρωπος. Πλήρως αφοσιωμένος στο γράψιμο και τη λογοτεχνία, αμφισβητεί την έννοια της ευτυχίας, όταν αυτή δεν συναρτάται με το γράψιμο κι αισθάνεται δυστυχής όταν δεν κατορθώνει, λόγω υποχρεώσεων, να απομονωθεί δέκα ώρες καθημερινά στο γραφείο του, στην Πόλη, με εκπληκτική θέα στον Βόσπορο.

Η γραφή του θεωρήθηκε νεωτεριστική, μεταμοντέρνα, η αφήγηση και η δομή των βιβλίων του είναι δαιδαλώδης, πρόσωπα και ζωές διασταυρώνονται στον λαβύρινθο της πόλης, ταυτότητες ανταλλάσσονται και παιχνιδίζουν σαν αντανακλάσεις στον καθρέφτη, καθιστώντας μάταιη κάθε προσπάθεια ορισμού και περιορισμού του εαυτού, που μοιάζει ρευστός και έτοιμος να περιβληθεί διάφορα προσωπεία. Συχνά ο ίδιος ο συγγραφέας κάνει περάσματα από τα βιβλία του (ως άλλος Χίτσκοκ) συχνά, επίσης, ήρωας και συγγραφέας ενώνονται σε ένα και μοναδικό πρόσωπο στο τέλος του βιβλίου.

Τα θέματά του, εν πολλοίς ιστορικά, διαδραματίζονται στην Κωνσταντινούπολη, την πόλη καμβά, στον οποίο πλέκονται οι ανθρώπινες ιστορίες φιλίας, έρωτα, τέχνης, πολιτικής.

Μεγάλος παραμυθάς, αλλά και εγκυκλοπαιδιστής μυθιστοριογράφος, λάτρης των μεγάλων του 19ου αιώνα, κυρίως του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι, του Φλωμπέρ, αλλά και του Τόμας Μαν και αργότερα του Φώκνερ, ενώ στην ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ, αναφέρεται στον Καβάφη, ως εμβληματικό ποιητή της θλίψης, της μοναξιάς και της παρακμής, έχοντας όπως κι εκείνος την αγαπημένη του πόλη ως φόντο στις ιστορίες του.

Στην Αθήνα, ο Ορχάν Παμούκ έρχεται καλεσμένος από το Megaron Plus για να δώσει μία διάλεξη αύριο, Τρίτη, στις 19.00, με τίτλο «Τι γίνεται στο μυαλό μας όταν διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα; Μυθιστορήματα και Ζωές», την οποία θα προλογίσει ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος.

Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνάντησε τον Τούρκο νομπελίστα συγγραφέα στο «Χίλτον» και συζήτησε μαζί του, κυρίως για Λογοτεχνία, καθώς αρνείται να μιλήσει για πολιτικά ζητήματα. Το 1995, μετά από δηλώσεις του στον ελβετικό Τύπο για τη σφαγή Κούρδων και Αρμενίων, οδηγήθηκε στο δικαστήριο, αλλά δεν καταδικάστηκε, καθώς εκείνη ακριβώς την περίοδο, η Άγκυρα έπρεπε να αποδείξει στην ΕΕ ότι προοδεύει στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Βέβαια, το βραβείο Νόμπελ το κέρδισε, αφού κυκλοφόρησε το μοναδικό πολιτικό μυθιστόρημά του, ΧΙΟΝΙ, στο οποίο ο ήρωάς του, ο Κα, μεταβαίνει από την Φρανκφούρτη στο πάμφτωχο χωριό Καρς της νοτιοανατολικής Τουρκίας για να ερευνήσει τις αυτοκτονίες νεαρών γυναικών, που φορούν την ισλαμική μαντίλα. Εκεί γνωρίζει και συναναστρέφεται στρατιωτικούς, ισλαμιστές, κεμαλιστές, δημοκρατικούς, δίνοντας την ευκαιρία στον Παμούκ να πλάσει, με ιδιαίτερη φινέτσα στις αποχρώσεις, ένα μωσαϊκό προσωπικοτήτων και ιδεολογιών, που απαρτίζει την τουρκική κοινωνία, πολυδιάστατο και πολυσύνθετο.

ΕΡ: Ζούμε σε μια παράξενη εποχή κ. Παμούκ… Ο παλιός κόσμος τελειώνει κι αυτός που έρχεται φέρνει μαζί του νέα ερωτήματα για την ανθρωπότητα. Ως συγγραφέας αντλείτε έμπνευση από την περιρρέουσα πραγματικότητα της εποχής μας;

ΑΠ: Η παγκόσμια κρίση, το Ίντερνετ ή τα άρθρα στα μπλογκ, ομολογώ πως με ενδιαφέρουν, ιδιαίτερα μετά την παραμονή μου στις ΗΠΑ, όπου πολλοί συγγραφείς εκφράζονται μέσω του δικού τους ιστότοπου. Ωστόσο, ως μυθιστοριογράφος, δεν θα εμπνεόμουν από κάτι τέτοιο, μόνο και μόνο επειδή είναι ένας νεωτερισμός, ή επειδή συμβαίνει τώρα. Θα με ενδιέφερε μόνον εάν είχε γίνει μέρος της ζωής μου, ή της ανθρώπινης ιστορίας γενικότερα.

ΕΡ: Μετά το Νόμπελ και 10 βιβλία που μεταφράστηκαν σε 58 γλώσσες, καθώς περνάει ο καιρός και βρίσκεστε στην ωριμότητά σας, έχει επηρεαστεί καθόλου το βλέμμα του παιδιού που εσείς πιστεύετε ότι χρειάζεται ο συγγραφέας για να είναι αληθινός;

ΑΠ: Αυτή είναι μια καλή ερώτηση. Να σας πω, η κοινωνική μου ματιά, ναι, έχει αλλάξει, μετά από τον θάνατο του πατέρα μου, ένα διαζύγιο, μία κόρη 20 ετών, πολιτικές παρεμβάσεις που μου στοίχισαν διώξεις, και μπορώ να πω ότι τώρα πια, κοινωνικά, δεν είμαι παιδί, αυτό είναι σίγουρο. Ωστόσο, έχω διατηρήσει ανέπαφη την δική μου εσωτερική παιδικότητα, όχι όπως όταν ήμουν 20 ετών κι άρχισα να πρωτογράφω, έχοντας όλη την προστασία και τη στήριξη της οικογένειάς μου, που ανήκε στην ανώτερη μεσαία τάξη, αλλά πάντα αναζητώ τα καλά αστεία, ακόμη βαριέμαι στις δεξιώσεις και τις κοινωνικές μου υποχρεώσεις, θέλω να πω ότι πνευματικά εξακολουθώ να κρατάω ζωντανή την παιδικότητά μου.

ΕΡ: Ποια είναι η μεγαλύτερη αλλαγή που διαπιστώνετε στη ζωή και την τέχνη σας;

ΑΠ: Σίγουρα, σκέφτομαι πολύ περισσότερο τώρα πια ότι ο χρόνος περνάει, ο χρόνος λιγοστεύει κι εγώ θέλω ακόμη να γράψω πολλά μυθιστορήματα. Ο χρόνος, λοιπόν, με απασχολεί ιδιαίτερα και το δεύτερο είναι η ευθύνη που φέρω έναντι των αναγνωστών μου, που είναι μάλλον πολλοί τώρα πια. Δηλαδή, δεν μπορώ να αναλώνομαι πλέον σε πολλούς πειραματισμούς.

ΕΡ: Πολλοί συγγραφείς έχουν συγκεκριμένη επαναλαμβανόμενη θεματική, που γίνεται το σήμα κατατεθέν τους. Στο δικό σας έργο, υπάρχει κάποιο θέμα που κυριαρχεί;

ΑΠ: Τα θέματα που με απασχολούν είναι το εύθραυστο ανθρώπινο πνεύμα, που είναι ατελές και φευγαλέο, γεμάτο αντιφάσεις. Με απασχολεί πόσο εύκολα αλλάζει, πόσο αντιφατικοί είμαστε, πόσο ο ανθρώπινος χαρακτήρας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και να περιοριστεί σε κάτι συγκεκριμένο. Όμως, δεν εννοώ κάτι αρνητικό, οι αντιφάσεις μπορεί να είναι κάτι πολύ θετικό, όπως και η μελαγχολία που υπάρχει στα κείμενά μου, η χιουζούν (huzun), αυτή που κυριαρχεί στην Ιστανμπούλ, δεν σημαίνει κατάθλιψη, αντιθέτως τη χρησιμοποιώ με πολύ ενεργητικό τρόπο για να την συνδέσω έτσι με τους κατοίκους της.

ΕΡ: Στην ομιλία σας κατά την απονομή του Νόμπελ εξηγήσατε επαρκώς γιατί γράφετε, είπατε μεταξύ άλλων ότι "δεν γράφω για να πω μία ιστορία, αλλά για να συνθέσω μία ιστορία". Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας, πέρα από τους ήρωες και την πλοκή, μετατρέπει μία "ιστορία" σε υψηλή Λογοτεχνία;

ΑΠ: Το μυθιστόρημα είναι μία ιστορία, αλλά κάθε ιστορία δεν είναι μυθιστόρημα. Είναι ο τρόπος που μία ιστορία ζητάει να την αφηγηθεί ο συγγραφέας της, η οπτική γωνία μέσα από την οποία θα την δει, ο τρόπος που θα τη συνδέσει με μία ιδέα, σύγχρονη ή ιστορική, με λίγα λόγια ο συγγραφέας πρέπει να ιδιοποιηθεί αυτή την ιστορία και να την κάνει κτήμα του, έτσι ώστε να αποκτήσει την υπογραφή του. Δηλαδή, παραλληλίζοντας με τη μουσική, μία μελωδία δεν αρκεί, πρέπει να γίνει ορχηστρικό κομμάτι, να προστεθούν τα όργανα, οι ανθρώπινες φωνές, οι παύσεις, να γίνει η σύνθεση.

ΕΡ: "Το πραγματικό μυθιστόρημα είναι ο τρόπος με τον οποίο γράφεται", είπε ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, ενώ η Ναντίν Γκόρντιμερ πιστεύει ότι "γράφοντας αναζητούμε το νόημα της ζωής". Αύριο, εσείς ο συγγραφέας, θα μιλήσετε ως αναγνώστης, αλλάζοντας κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητά σας, κάτι που κάνετε συχνά και στα βιβλία σας, επίσης για τα μυθιστορήματα και τις ζωές. Γράφοντας, τι αναζητείτε εσείς;

ΑΠ: Η συγγραφή ενός μυθιστορήματος εκφράζει αγωνίες και ερωτήματα όπως ασφαλώς, "ποιος είμαι" ή "ποιο είναι το νόημα της ζωής", αναζητεί αλήθειες. Όλα τα μεγάλα ζητήματα, όπως η θρησκεία, η φιλοσοφία, το δίκαιο, γυρεύουν απαντήσεις, υπάρχουν ιδανικά και υψηλές ιδέες, αλλά πρωτίστως, πρέπει να γίνουν μυθιστόρημα. Έτσι λοιπόν, στο τέλος διακινδυνεύει κανείς να μιλήσει για την απλή ζωή των ανθρώπων, αυτό είναι το υλικό μου, η καθημερινή ζωή, η μικρή λεπτομέρεια.

ΕΡ: Σε ποιον απευθύνεστε, όταν γράφετε;

ΑΠ: Ο ιδανικός μου αναγνώστης είμαι εγώ σε ηλικία 20 ετών. Όταν καμιά φορά στερεύουν οι λέξεις στην άκρη του μολυβιού μου, τότε σταματάω και σκέφτομαι τι θα ήθελα να διαβάσω εγώ, αν ήμουν 18-20 χρόνων. Φυσικά, έχω κι άλλους πολλούς ιδανικούς συνομιλητές και αναγνώστες…

ΕΡ: Δεν θέλετε να συζητήσετε πολιτικά θέματα, γιατί θεωρείτε ότι έτσι καταστρέφεται η Λογοτεχνία και συμφωνώ μαζί σας, σε ό,τι αφορά την προπαγάνδα. Ωστόσο, η Λογοτεχνία επηρεάζει και φτιάχνει συνειδήσεις, δημιουργεί ιδανικά και ορισμένα εξαίσια λογοτεχνικά κείμενα έχουν μείνει στην παγκόσμια ανθολογία ως βαθύτατα πολιτικά: ο μονόλογος του Σταβρόγκιν στον Ντοστογιέφσκι, οι Άθλιοι του Ουγκό για το θέμα της Δικαιοσύνης, τα μυθιστορήματα του Μπαλζάκ για το χρήμα και την ανερχόμενη μπουρζουαζία… Ίσως, λοιπόν, η πολιτική δεν έχει σχέση μόνο με τα γεγονότα, αλλά με το βλέμμα κι εσείς, εξάλλου, κερδίσατε το Νόμπελ με το πολιτικό σας μυθιστόρημα…

ΑΠ: Ποια ακριβώς είναι η ερώτησή σας; Δεν καταλαβαίνω… Ως πολίτης, ασφαλώς και παίρνω θέση σε μείζονα ζητήματα όπως είναι η ελευθερία του λόγου, ή η μισαλλοδοξία, αλλά η πολιτική στη λογοτεχνία είναι ένα πολύ περιορισμένο θέμα. Εδώ, έχουμε τη ζωή, τον έρωτα, την οικογένεια, το γάμο, αυτά είναι πολύ πιο ενδιαφέροντα για έναν συγγραφέα, δηλαδή, εγώ δεν ξέρω αν θα άντεχα να διαβάσω την "Άννα Καρένινα", αν είχε παραπάνω πολιτική. Η Πολιτική πρέπει να είναι ένα κομμάτι της γενικότερης εικόνας στη Λογοτεχνία, όπως και στη ζωή.

ΕΡ: Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης -την οποία δεν αποστρέφεστε- το δίλημμα Ανατολή-Δύση μοιάζει ξεπερασμένο κι ωστόσο πολιτική και θρησκεία το επαναφέρουν κατά καιρούς και τότε μοιάζει παντοδύναμο. Μπορείτε να συγκρίνετε την πόλη σας την Ιστανμπούλ με τη Νέα Υόρκη; Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι;

ΑΠ: Δεν νομίζω ότι η παγκοσμιοποίηση κατέστησε ξεπερασμένο το δίλημμα Δύση-Ανατολή, πείτε το όπως θέλετε, παράδοση και εκσυγχρονισμό ή μοντέρνο. Τα προβλήματα υπάρχουν ακόμη σε πολλές χώρες, ίσως η Δύση διοικεί ακόμη τον κόσμο, αλλά δεν πρέπει να σας διαφεύγει ότι η Κίνα είναι μία χώρα με ένα δισεκατομμύριο κατοίκους, ενώ και άλλες χώρες που παλιότερα δεν αντιπροσωπεύονταν, τώρα έρχονται στο προσκήνιο. Όσο για την Ιστανμπούλ και τη Νέα Υόρκη μοιάζουν στο ότι έχουν εκατομμύρια κατοίκους και δεν κοιμούνται ποτέ τη νύχτα. Όμως, εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες, στην Ιστανμπούλ, υπάρχουν πολλοί φτωχοί άνθρωποι και πολλά προβλήματα, είναι όμως και μία πόλη με 2.000 χρόνια Ιστορία, ενώ η Νέα Υόρκη είναι μία σχετικά πρόσφατη πόλη.

ΕΡ: Ως κάτοχος του βραβείου Νόμπελ εκπροσωπείτε τη χώρα σας στον κόσμο. Ενδεχομένως σας ταυτίζουν με αυτήν. Τι σημαίνει για σας η έννοια πατρίδα;

ΑΠ: Πατρίδα μου είναι η τουρκική γλώσσα, είναι μέσα στα κύτταρά μου, στα κόκαλά μου, παντού. Πατρίδα μου είναι η Ιστανμπούλ, εκεί είναι η ζωή μου, εκεί γράφω τα μυθιστορήματά μου. Η Ιστανμπούλ είναι η πατρίδα μου…

Συνέντευξη στην Ελένη Μπουκαούρη