23.1.17
1913: Σφαγές στη Στρώμνιτσα
Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος
Οι Έλληνες κάτοικοι της Στρώμνιτσας μαζεύτηκαν στην κεντρική αγορά της πόλης και μαζί με τα γυναικόπαιδα βγήκαν αναμνηστική φωτογραφία με τους Έλληνες στρατιώτες.
Όταν ο βουλγαρικός στρατός υποχώρησε μετά τη μάχη του Καστορίνου ή Κουστουρίνου όπως αναφέραμε σε σημείωμά μας πέρασε από την Στρώμνιτσα. Εκεί διασπάστηκε. Δημιουργήθηκαν τότε ληστρικά μπουλούκια που λεηλάτησαν τα ελληνικά και οθωμανικά καταστήματα της αγοράς της πόλης. Μπήκαν σε ελληνικά σπίτια τα κατέστρεψαν και άρπαξαν ότι έβρισκαν: χρήματα, τιμαλφή και άλλα πολύτιμα ευμετακόμιστα αντικείμενα.
Σύμφωνα με τηλεγράφημα που εστάλη από τη Δοϊράνη προς το Υπουργείο Στρατιωτικών «ο Έλληνας ιερέας Παπακωνσταντίνος σκοτώθηκε με άγριο τρόπο από τους Βουλγάρους, τραυματίστηκε η σύζυγός του, η κόρη του διέφυγε την ατίμωση πηδώντας από το παράθυρο του σπιτιού τους.»
Το πολυπληθές ελληνικό στοιχείο της πόλης είχε τρομοκρατηθεί από τις βιαοπραγίες των Βουλγάρων. Κλείστηκε στα σπίτια του σε αναμονή του ελληνικού στρατού.
Οι Βούλγαροι παρόλα αυτά διέρρηξαν το σπίτι του Έλληνα Αβδέλου, σκότωσαν έναν οικογενειακό φίλο από τη Γευγελή που τον φιλοξενούσαν αφού δεν κατόρθωσε να διαφύγει. Ο ιδιοκτήτης σώθηκε αφού διέφυγε από τη στέγη του σπιτιού του. Το ελληνικό στοιχείο δεινοπάθησε αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Οι Βούλγαροι φόνευσαν μέσα στο κέντρο της Στρώμνιτσας 16 Οθωμανούς, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και παιδιά.
Συνέλαβαν αρκετούς επιφανείς Έλληνες της πόλης για να τους απαγάγουν ως ομήρους για να εξασφαλίσουν την οπισθοχώρησή τους.
Αναφέρονται μάλιστα και τα ονόματά τους: Κ. Σταμπουλής, Γ. Καραμανώλης, Ι. Βελλίνος, Ν.Βελλίνο, Αθ. Βελλίνο, Β. Τζίνετζη, Τράϊκο, Ν.Στάνη, Ν. Δημητρίου, Ι. Δοϊμενίδη, Κ. Μπομποβίκη, Σωτ. Σταύρου, Ν. Κούλουσχο, Κ. Λαπαπέσκα, Ν. Χρυσίκη, Σ.Παπαγιδάρη, Κ. Μπογδαντάρη, Π. Διαμπουλή, Κ. Παπανικολάου, Β. Νίου, Γ. Μάγειρου, και Ν. Πάρτη.
Ο Έλληνας Μητροπολίτης της Στρώμνιτσας Αρσένιος, μάταια ζήτησε την απελευθέρωσή τους. Δήλωσε, μάλιστα, πως απεκδύεται της ευθύνης για τις αντεκδικήσεις στις οποίες θα παρασυρθούν οι Έλληνες όταν θα κυριεύσουν την πόλη κατά των Βούλγαρων κατοίκων της πόλης και των χωριών, αν οι συλληφθέντες πρόκριτοι απάγονταν ή κακοποιούνταν.
Οι Βούλγαροι άκουσαν τον Μητροπολίτη που μίλησε ενώπιον των κατοίκων της Στρώμνιτσας και τους άφησαν ελεύθερους εκτός από δύο του Γ. Καραμανώλη και Ι. Βελλίνου, τους οποίους έσφαξαν.
Για να εκδικηθούν μάλιστα τον Αρσένιο, προσπάθησαν να τον κλείσουν στο χολεροκομείο της πόλης, ως δήθεν χολεριασμένος. Για να μη χαρακτηριστεί ως ύποπτο το φρικιαστικό αυτό κακούργημα πίεζαν τον γιατρό ανεψιό του Μητροπολίτη να συντάξει γνωμάτευση που να πιστοποιεί το νόσημα. Ευτυχώς ο Αρσένιος κατάφερε να διαφύγει τη νύκτα σε γειτονικό χωριό. Εκεί χριστιανοί κάτοικοι τον κρύψανε μέχρι τη φυγή των Βουλγάρων από τη Στρώμνιτσα.
Η πόλη καταλήφθηκε από το ελληνικό ιππικό στις επτά το απόγευμα της Τετάρτης 26 Ιουνίου 1913.
Μία ώρα μετά, βουλγαρικές ομάδες στρατιωτών που οπισθοχωρούσαν έκαναν προσπάθεια να μπουν στην πόλη. Ειδοποιήθηκαν όμως από ανιχνευτές τους πως στην πόλη βρισκότανε ήδη ελληνικός στρατός. Τράπηκαν σε φυγή και έτσι σώθηκε η Στρώμνιτσα από νέες λεηλασίες και σφαγές.
Χαρακτηριστικά μάλιστα αναφέρεται πως η εμφάνιση των Βούλγαρων ανιχνευτών προκάλεσε πανικό και σχεδόν όλοι οι κάτοικοι για το φόβο των σφαγών βγήκαν μισόγυμνοι με παιδιά και γυναίκες και διανυκτέρευσαν στα γύρω υψώματα.
Νωρίς το πρωί αποκαταστάθηκε η τάξη. Ενθουσιώδης εκδηλώσεις ακολούθησαν από τους χιλιάδες Έλληνες και εκατοντάδες Οθωμανούς. Και όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά: «ενθουσιωδέστερον των Ελλήνων πανηγυρίζουν οι Τούρκοι την απολύτρωσιν εκ της βουλγαρικής τυραννίας.»
Η Στρώμνιτσα με την κατάληψη από τον ελληνικό στρατό σώθηκε και δεν έπαθε το παραμικρό.
Είναι ψευδές ότι το ελληνικό πυροβολικό κατέστρεψε την πόλη. Όταν εισήλθε το ελληνικό ιππικό η πόλη φυσιογνωμικά ήταν απείραχτη. Εκτός των ελληνικών οικιών οι οποίες καταστράφηκαν και κάηκαν από τους βουλγαρο - κομιτατζήδες. Η υποδοχή μάλιστα που τους επιφυλάχτηκε ήταν αυτή των ελευθερωτών.
Ένα μήνα όμως αργότερα, ο ενθουσιασμός των Ελλήνων κατοίκων που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της πόλης, μετατράπηκε σε γοερό κλάμα.
Έμελλε να ξεριζωθούν μετά από χιλιάδες χρόνια και να κάψουν με τα ίδια τα χέρια τους τα σπίτια που εγκατέλειπαν για να έρθουν εντός των ορίων της νέας Ελλάδας.