ΓEΩPΓIOΣ N. AIKATEPINIΔHΣ
Δρ. Φιλ., τ. Διευθυντής Ερευνών Κέντρου Λαογραφίας Ακαδημίας Αθηνών
«Resonance» - H Γοργόνα που χτενίζει τα μαλλιά της. Πίνακας του Waterhouse.
ΣTH ΣAMOΘPAKH, σε μια τοποθεσία που τη λένε «Σγόραφα», φωλιάζει, λένε, στα χαλάσματα μιας βυθισμένης πολιτείας, ένα φοβερό θεριό. Tην παράδοση αυτή διασώζει στις μνημειώδεις «Παραδόσεις» του ο Νικόλαος Γ. Πολίτης, μετά το κεφάλαιο «Στοιχειά και στοιχειωμένοι τόποι», σε ένα ειδικό κεφάλαιο με εννέα παραδόσεις για στοιχειά και στοιχειωμένους τόπους της θάλασσας. Σε άλλη από αυτές γίνεται λόγος για το «Γιούσουρι», ένα δέντρο στον βυθό της θάλασσας, «ζωντανό πράμα», που για να το κόψεις πρέπει να το βρεις στον ύπνο του.
Tο «Γιούσουρι» έγινε ιδιαίτερα γνωστό χάρις στο ομότιτλο διήγημα του Aνδρέα Kαρκαβίτσα. O ήρωας του διηγήματος βρίσκει, πραγματικά, το στοιχειωμένο θαλασσινό δέντρο στον ύπνο του και προσπαθεί να το ξεριζώσει και να το φέρει τροπαιούχος στο νησί του. Oμως το «Γιούσουρι» αγριεύει και ο φιλόδοξος ναυτικός κινδυνεύει να γίνει ένα ακόμη θύμα του στοιχειού:
«Hβρα το δέντρο στον ύπνο του... Aν ήταν ν' αρπάξω ένα κλαδί και να βγω απάνω, καλά. Μα εγώ ήθελα να το κόψω σύρριζα. Για τούτο κατέβηκα εκεί. Eκανα το σταυρό μου, ξάμωσα το τσεκούρι και γκοπ, του κατάφερα την πρώτη. Ξύπνησε Oφης. Και αρχίζει αμέσως ένας σίφουνας, ένας χτύπος, ένα κακό, λες και χύθηκαν όλα τα ρέματα απάνω μου. Το νερό χόχλασε, δάρθηκε κλωθογύριστα, σκότος πήδηξε από την άβυσσο κ' έχασα όλα τα πάντα...».
Ο τολμηρός νέος θα κόψει το στοιχειωμένο δέντρο, όμως στο τέλος θα του μείνει μόνο το σχοινί που το είχε δέσει και το «Γιούσουρι» θα παραμείνει στον κόρφο του Βόλου «πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν στοιχειό».
Mισό ψάρι, μισό φίδι
Tο «θαυμαστό Γιούσουρι» ανήκει σε πλήθος άλλες λαϊκές παραδόσεις όπου διασώζονται διηγήσεις για θεριά θαλασσινά. Oρισμένα από αυτά ζουν και στη στεριά, όπως αυτό στη Ζάκυνθο:
«Στο Λαγανά μένει ένα μεγάλο θηρίο τση θάλασσας και τση στεριάς. Πότε σα φίδι σέρνεται στο γιαλό και στα βουνά, πότε σα μεγάλο θηρίο με τρομαχτικά μάτια. Και μισό ψάρι και μισό φίδι είναι στη θάλασσα και πάει στα καράβια και πότε σα διάβολος παρουσιάζεται στη θάλασσα και στην ξερά...».
Ανάλογη είναι η παράδοση για τη «Λιγγέτα, κει που τελειώνουν τα βουνά της Χειμάρρας», ένα απροσδιόριστης μορφής θηρίο («αν ρωτήσεις τι είναι, κανείς δεν σου λέγει, γιατί τη φοβούνται»). H Λιγγέτα μένει σε μια σπηλιά και τα καράβια, όταν περνούν από εκεί, για να την κατευνάσουν της ρίχνουν μια χούφτα αλάτι λέγοντας: «Να Λιγγέτα το ψωμί, και δώσ' μας το ταξίδι».
Aλλες παραδόσεις αναφέρονται σε δαίμονες με μορφή ανθρώπου και ψαριού, όπως «η Βεργόνα της Αττάλειας, ένα θηρίο που είναι από την κεφαλή ώς τη μέση γυναίκα με μακριά μαλλιά και από τη μέση και κάτω ψάρι. Αυτή πηγαίνει κοντά στα καράβια που περνούν και γίνεται ξέρα και ρίχτει τα μαλλιά της απάνου τους, τα τραβά, τα αναποδογυρίζει, τα βουλιάζει και τρώγει τους ανθρώπους που είναι μέσα...».
H Γοργόνα
Oμως στις θαλασσινές παραδόσεις κυρίαρχη θέση έχουν οι διηγήσεις που αναφέρονται στη Γοργόνα, την αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. H Γοργόνα είναι ένα πλάσμα με εξαίσια γυναικεία ομορφιά αλλά με ουρά ψαριού, ένα δημιούργημα της λαϊκής μυθοπλαστίας, συγκερασμός από αρχέγονες δοξασίες όπως απηχούνται στους αρχαίους μύθους για τις Γοργόνες και τις Σειρήνες, τη Μέδουσα και τη Σκύλλη, από δημώδη βιβλία της ελληνιστικής και βυζαντινής εποχής και από νεοελληνικές διηγήσεις για Λάμιες, Στρίγλες και Νεράιδες.
Η ιστορία της τραγικής αδελφής, που τριγυρνά απελπισμένη στα πελάγη ζητώντας απεγνωσμένα να μάθει αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος, έχει απήχηση πανελλήνια. Ας θυμηθούμε την παράδοση από μια κρητική παραλλαγή, που θεωρείται από τις πληρέστερες παρεμφερείς. Θέλοντας ο Αλέξανδρος να εξασφαλίσει την αθανασία για να χαρεί τον κόσμο που τον είχε κάμει όλο δικό του, κατόρθωσε με μύριους κινδύνους να εξασφαλίσει το αθάνατο νερό. Δε φρόντισε όμως να το φυλάξει σε ασφαλές μέρος και έτσι η αδελφή του, από άγνοια, το έχυσε, το έχυσε μάλιστα σε μια αγριοκρομμύδα και γι' αυτό το φυτό αυτό δεν ξεραίνεται ποτέ. Oταν ο Αλέξανδρος το έμαθε, «επήε να κουζουλαθεί (τρελαθεί) από τη μάνητα (οργή) και τη στενοχώρια του και τση καταράστηκε να γενεί από τη μέση και κάτω ψάρι και να βασανίζεται ώστε να στέκει (υπάρχει) ο κόσμος στη μέση του πελάγου. Ο Θεός τ' άκουσε και από τότε όσοι γυρίζουνε με τα καράβια τη βλέπουνε και παραδέρνεται μέσα στα κύματα. Ωστόσο τον Αλέξανδρο δεν τόνε μισά. Κι ως δει κανένα καράβι, ρωτά «Ζει ο Αλέξανδρος;» Αν ο καραβοκύρης είναι ακάτεχος (δεν γνωρίζει) και απηλοηθεί (απαντήσει) «Απόθανε», η κόρη, από τη μεγάλη της λύπηση, ταράσσει με τα χέρια και τα ξέπλεκα ξανθά μαλλιά τση τη θάλασσα και πνίγει το καράβι. Oσοι όμως κατέχουνε, απηλογούνται «Ζει και βασιλεύει» και τότε η πολύπαθη κόρη κάνει καλή καρδιά και τραγουδεί χαρούμενη γλυκά τραγούδια. Εκεί μαθαίνουνε οι ναύτες τσοι καινούργιους σκοπούς και τσοι φέρνουνε».
Φώτο: Προσωποποίηση της Θάλασσας, λεπτομέρεια από την παράσταση της Bάπτισης στον Nαό του Πρωτάτου, Άγιον Όρος.
Mια θαυμάσια περιγραφή της Γοργόνας, της «χιλιόμορφης κόρης», όπως την ονομάζει, δίνει και πάλι ο Kαρκαβίτσας στο διήγημά του «H Γοργόνα»: «Διαμαντοστόλιστη κορώνα φορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά γαλάζια χήτη άπλωναν στις πλάτες ώς κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ' αμυγδαλωτά μάτια, τα χείλη της τα κοραλλένια έχυναν γύρα κάποια λάμψη αθανασίας και κάποια περηφάνεια βασιλική. Από τα κρυσταλλένια λαιμοτράχηλα κατέβαινε κ' έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός και πρόβαλλε στο αριστερό την ασπίδα κι έπαιζε στο δεξί τη μακεδονική σάρισα...»
Στην παράδοση αυτή είναι φανερή η επίδραση της «Φυλλάδας του Μεγαλέξαντρου» («Διήγησις Αλεξάνδρου του Μακεδόνος»), της γνωστής μυθιστοριογραφίας για τον Μακεδόνα στρατηλάτη, όπου γίνεται λόγος για αθάνατο νερό, όπως είναι φανερός και ο απόηχος των αρχαιοελληνικών δοξασιών για τις Σειρήνες με το μελωδικό τραγούδι τους.
Aρχαίο μυθολογικό υλικό
Πρωταρχική πηγή από την οποία πλάσθηκε η διήγηση για νερό της αθανασίας φαίνεται να υπήρξε ο αρχαίος μύθος για τον Γλαύκο, γέροντα ψαρά της Βοιωτίας, που τρώγοντας ένα μαγικό βοτάνι απέκτησε την αθανασία χωρίς όμως να επανακτήσει και τη νεότητά του, γι' αυτό απελπισμένος ρίχτηκε στη θάλασσα, μεταμορφωμένος σε «ενάλιο δαίμονα» που προξενούσε φόβο στους ναυτιλλομένους.
Στον δημώδη λόγο το όνομα Γοργόνα έχει πάρει και άλλες εννοιολογικές αποχρώσεις, που τονίζουν την προέλευσή της από συμφυρμό πολλών μύθων και ποικίλων δοξασιών. Eτσι, Γοργόνα λένε στη Xίο τη γυναίκα που τραγουδεί όμορφα, όμως Γοργόνα σημαίνει και την κακότροπη γυναίκα (Ρόδος κ.α.), καθώς και τη γυναίκα που έχει βάσκανο μάτι και γι' αυτό επικίνδυνη. Στην Aμοργό και αλλού απαντά ακόμα και ο ουδέτερος τύπος, το Γοργόνι, που λέγεται για δύστροπο παιδί.
Η διφυής μορφή της Γοργόνας αποτελεί ένα από τα πιο συνηθισμένα και αγαπημένα θέματα της παραδοσιακής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο λαϊκός τεχνίτης παριστάνει τη Γοργόνα στο περιβάλλον του και σε αντικείμενα της καθημερινής ζωής του, χρησιμοποιώντας όλων των ειδών τα υλικά: χρώμα, πέτρα, ξύλο.
Eτσι, σε κεντημένα φορέματα γυναικών, σε μαξιλάρια διακοσμημένα, σε ποικίλα υφαντά, στον θαλασσομάχο σε πλώρες καραβιών, σε τοίχους καφενείων και επιγραφές καταστημάτων, σε κεραμικά, σε βοτσαλωτές αυλές σπιτιών και σε ξύλινα τέμπλα εκκλησιών, αλλά και σε επιτοίχια ημερολόγια και ημερολόγια γραφείου, σε διάστιξη (τατουάζ) ναυτικών και σε σύγχρονες διαφημιστικές καταχωρίσεις προβάλλει, σαγηνευτικά αλλά και μανιασμένα κάποτε, άνθρωπος και ψάρι μαζί, το παράδοξο πλάσμα της λαϊκής φαντασίας, μαζί με όλον τον απόηχο των πανάρχαιων θρύλων και των αρχέγονων δοξασιών που το δημιούργησαν.
Συνηθισμένη είναι και η απεικόνιση της Γοργόνας με δύο ουρές, ένας εικαστικός τύπος που πιστεύεται ότι έρχεται από τη Δύση, απ' όπου είναι γνωστές εικονογραφήσεις Σειρήνων με διπλή ψαροουρά ήδη από τον 10ο αιώνα. Αλλά και ο τύπος αυτός φαίνεται να έχει το πρότυπό του σε αρχαίες παραστάσεις, όπου παριστάνεται η Σκύλλα με δύο ουρές ψαριού και με κουπί, πηδάλιο ή τρίαινα στο χέρι, όπως δηλαδή συχνά εικονίζεται σήμερα η Γοργόνα να κρατά κάποιο αντικείμενο εκφραστικό του θαλασσινού της χαρακτήρα.
Βιβλιογραφία
Αικατερινίδης Γ.Ν., «Ο Μέγας Αλέξανδρος στη λαϊκή παράδοση». Αθήνα 1996.
Ζώρα Πόπη, «Η Γοργόνα εις την ελληνικήν λαϊκήν τέχνην». Παρνασσός Β' (1960).
Καρκαβίτσας Α., «Λόγια της πλώρης. Θαλασσινά διηγήματα». Εστία, Aθήνα χ.χ.
Πολίτης Ν.Γ., «Παραδόσεις Α'-Β'», εν Αθήναις 1904.
Σπυριδάκης Γ.Κ., «Συμβολή εις την μελέτη των δημωδών παραδόσεων και δοξασιών περί του Μεγάλου Αλεξάνδρου». «Γέρας Αντωνίου Κεραμοπούλλου» (1983).