Το κοινοβούλιο της Πολωνίας ενέκρινε τελικά τη σχετική Διακήρυξη με την οποία καταδικάζει την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στην Πολωνία, στις 17 Σεπτέμβρη 1939 και την κατάληψη της Δυτικής Ουκρανίας και Δυτικής Λευκορωσίας, που την περίοδο 1920 - 1939 ανήκαν στην Πολωνία.
Στη Διακήρυξη σημειώνεται ακόμη πως βάση γι' αυτήν την ενέργεια της ΕΣΣΔ αποτέλεσε το σοβιετο-γερμανικό «Σύμφωνο μη επίθεσης». «Η Πολωνία έπεσε θύμα των δύο ολοκληρωτισμών: Του φασισμού και του κομμουνισμού», σημειώνεται στην απαράδεκτη Διακήρυξη, που ενέκρινε το πολωνικό κοινοβούλιο, στην κατεύθυνση ταύτισης του κομμουνισμού με το φασισμό, που χάραξε η ΕΕ και ο ΟΑΣΕ.
Η αντιιστορική προσέγγιση του πολωνικού κοινοβουλίου «ξεχνά» πως ο σοβιετικός στρατός μπήκε στη Πολωνία στις 17 Σεπτέμβρη του 1939, δηλαδή 18 μέρες μετά την εισβολή των ναζί από τα δυτικά και αφού νωρίτερα η πολωνική κυβέρνηση εγκατέλειψε τη χώρα. Η ΕΣΣΔ κατέλαβε την περιοχή μέχρι τη «γραμμή Κέρζον», στην οποία ζούσαν βασικά Ρώσοι, Ουκρανοί και Λευκορώσοι και επρόκειτο για εδάφη που είχε χάσει η Σοβιετική Ρωσία από την Πολωνία, κατά τη διάρκεια της ιμπεριαλιστικής επέμβαση το 1920 και ήταν μια κίνηση αντιμετώπισης της αναμενόμενης επίθεσης του ναζισμού που άλλωστε σπρώχνονταν και από τις άλλες ιμπεριαλιστικές να επιτεθεί στην ΕΣΣΔ.
Να σημειωθεί πως στην αντιιστορική Διακήρυξη κατηγορείται ευθέως και η σημερινή Ρωσία «γιατί μειώνει τα εγκλήματα των κομμουνιστών και δεν αναγνωρίζει το έγκλημα του Κατίν ως γενοκτονία».
Το λιγότερο ως «χλιαρή» μπορεί να χαρακτηριστεί η αντίδραση του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, ο εκπρόσωπος του οποίου, Α. Νεστερένκο, εξέφρασε τη «θλίψη» του για τη συγκεκριμένη Διακήρυξη, που όπως είπε «δε βοηθά στην ανάπτυξη των διμερών μας σχέσεων».
Ριζοσπάστης-Ι.Π.