Του ΧΡΙΣΤΟΥ Α. ΤΕΖΑ,
τ. Καθηγητή Φιλοσοφίας Παν/μίου Ιωαννίνων
Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Γεώργιος Α. Παπανδρέου ανακοίνωσε πρόσφατα από το έσχατο, μεγαλύτερο στην περιοχή νησί, μέρος της ελληνικής χερσαίας Επικράτειας, το νησί Καστε(λ)λόριζο (αρχαία Μεγίστη), την προσφυγή της χώρας στο μηχανισμό στήριξης, που αποφασίστηκε στη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες. Ο μηχανισμός αποτελείται, ως γνωστόν, από τρία μέρη, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, με έδρα την Φρανκφούρτη, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με έδρα την Ουάσιγκτον, διεπόμενο από ιδικούς του κανόνες γενικώς ισχύοντες και ελεγχόμενο από την Ουάσιγκτον, τους Αμερικανούς.
Ο μηχανισμός στήριξης, για τον οποίο πανηγύρισε η ελληνική Κυβέρνηση, αλλά -λιγότερο βέβαια- και άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες, αποτελεί καταισχύνη και ισχυρό πλήγμα κατά της αυτονομίας και ανεξαρτησίας ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κύρια ευθύνη της Γερμανίδας Καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ, για καθαρά μικροκομματικές σκοπιμότητες. Αυτό ισχύει, γιατί ένα θέμα καθαρά ευρωπαϊκό και μάλιστα θέμα που αφορούσε ένα κράτος-μέλος της Ευρωζώνης, του πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρώπη με την ανάμειξη του Δ.Ν.Τ., μόνη της απώλεσε την ανεξαρτησία της ως πόλου έλξης και ελπίδας των λαών κατά του ακραίου καπιταλισμού της Αμερικής, από την οποία δεν μπορεί νʼ αποσπαστεί το Ηνωμένο Βασίλειο (με το όνομα που έγινε δεκτό στην Ευρώπη), άσχετα αν οι ίδιοι οι Άγγλοι χρησιμοποιούν το όνομα Μεγάλη Βρετανία.
Με τη στενή αυτή προσκόλληση της Μ. Βρετανίας στις Ηνωμένες Πολιτείες τριάντα σχεδόν χρόνια μετά την είσοδό της στην τότε ΕΟΚ και μετά (1992) Ευρωπαϊκή Ένωση δικαιώνεται απόλυτα ο Ντε Γκωλ για την άρνησή του να δεχτεί τη Μ. Βρετανία στην ΕΟΚ. Αλλά τώρα ασπάστηκε το πνεύμα αυτό και η Γερμανία διά της Καγκελαρίου της, επιβεβαιώνοντας ώς ένα βαθμό όσα σε άλλα άρθρα μου έχω γράψει, ότι δηλαδή οι προερχόμενοι από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού αποδεικνύονται –τουλάχιστον οι κυβερνήσεις των– όχι απλώς αμερικανόφιλοι (γιατί κι εγώ είμαι φίλος του αμερικανικού λαού, όχι όμως των κυβερνήσεών του και της πολιτικής που ακολουθούν), αλλά αμερικανόδουλοι.
Το έωλο επιχείρημα που προβλήθηκε από τους Ευρωπαίους ηγέτες, ανάξιους των οραματισμών των ιδρυτών της ΕΟΚ, και το οποίο επανειλημμένα προβάλλει και η ελληνική κυβέρνηση, είναι ότι στο μηχανισμό στήριξης (45 δισεκατομμυρίων ευρώ) για το 2010 το μεγαλύτερο μέρος (30 δισεκατομμύρια ευρώ) θα καταβληθεί από τις ευρωπαϊκές χώρες και μόνο τα δεκαπέντε δισεκατομμύρια από το Δ.Ν.Τ., αφήνοντας έτσι να νοηθεί ότι η Ευρώπη έχει το πάνω χέρι και άρα δεν απώλεσε μερικώς -έστω- την ανεξαρτησία της.
Το επιχείρημα όμως αυτό καταρρίφθηκε από τις επανειλημμένες δηλώσεις του Διευθυντή του Δ.Ν.Τ. Ντομινίκ Στρος-Καν ότι ο οργανισμός, προκειμένου να εκταμιεύσει ποσά για βοήθεια μιας χώρας, η χώρα αυτή πρέπει νʼ αποδεχτεί τους κανόνες του. Αυτούς τους κανόνες εφήρμοσαν αναγκαστικά ώς τώρα και άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι όμως και της Ευρωζώνης (Λετονία, Ουγγαρία, Ρουμανία), που προσέφυγαν στο Δ.Ν.Τ., και γνωρίζουμε πού κατέληξαν.
Αν όμως τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να ισχυριστούν ότι αυτό που γίνεται δεν μάς αφορά άμεσα, η ελληνική κυβέρνηση περιέπαιξε τον ελληνικό λαό σχεδόν επί ένα μήνα με τον ισχυρισμό ότι πρόκειται για μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι του Δ.Ν.Τ. Στο τέλος όμως ομολόγησε την πλήρη αλήθεια ο ίδιος ο Πρωθυπουργός μιλώντας στο Καστε(λ)λόριζο, όπου δήλωσε ότι είμαστε «υπό επιτήρηση» (δήλωση που είχε κάνει και στη Βουλή πριν από λίγες μέρες), υπό κηδεμονία και επιπλέον ότι «πρέπει να εργαστούμε σκληρά, για νʼ ανακτήσουμε την ελευθερία μας, την αυτονομία και ανεξαρτησία μας». Το ίδιο περίπου υποστήριξε και ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως κ. Θ. Πάγκαλος, σχεδόν περίλυπος και μη θυμίζοντας καθόλου (δικαιολογημένα βέβαια) τον καλό εαυτό του στο κεντρικό δελτίο του Mega στις 23 Απριλίου, λέγοντας ότι στις συζητήσεις που γίνονται με την πολυμελή Τρόικα η Ελλάδα δεν μπορεί να βάλει κόκκινες γραμμές, γιατί «αυτό το κάνει ένας που βρίσκεται σε θέση ισχύος ή είναι ίσος. Εμείς αιτούμεθα».
Η Ελλάδα, λοιπόν, παραδόθηκε σχεδόν αμαχητί κυρίως στο Δ.Ν.Τ. (διάβαζε Αμερικανούς) και δευτερευόντως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσον αφορά την οικονομική πολιτική που θʼ ακολουθήσει τα τρία τουλάχιστον επόμενα χρόνια. Αλλά, καθώς το χρέος αυτά τα τρία χρόνια θα φτάσει στα πεντακόσια ίσως και παραπάνω δισεκατομμύρια ευρώ, η αποπληρωμή του θα διαρκέσει χρόνια, καθώς και η απώλεια της ανεξαρτησίας. Το ερώτημα που εγείρεται είναι αν η απώλεια στην ακολουθητέα σκληρή οικονομική πολιτική με όλες τις κοινωνικές συνέπειες σημαίνει πραγματικά και «απώλεια της εθνικής κυριαρχίας», όπως επανειλημμένα δήλωσε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός.
Αν αυτό πράγματι συμβαίνει ή συμβεί, η Μεταπολίτευση χρεώνεται μʼ ένα μεγάλο... κατόρθωμα, διάβασε εθνικό έγκλημα. Γιʼ αυτό και το μότο του άρθρου μου, που με πολύ βαριά καρδιά το έγραψα, είναι περίλυπός έστι η ψυχή μου μέχρι δακρύων. Μήπως όμως δεν είναι άσχετη προς τα προηγούμενα η δήλωση (23-4-2010) του άκρως εθνικιστή πρωθυπουργού των Σκοπίων ότι αν ο διεθνής (Αμερικανός) μεσολαβητής Μάθιου Νίμιτς προτείνει την ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», θα θέσει το θέμα σε δημοψήφισμα και ο ίδιος θα ψηφίσει «όχι», καθώς και η χωρίς λόγους διάθεση του Έλληνα Πρωθυπουργού, παρακάμπτοντας τον διεθνή μεσολαβητή, νʼ αρχίσει απευθείας διαπραγματεύσεις με το Σκοπιανό Πρωθυπουργό.
Γεννάται επίσης το ερώτημα αν δεν είναι άσχετη με τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδος ευρισκομένης στο χείλος του γκρεμού, σύμφωνα με επίσημες κυβερνητικές δηλώσεις, και η πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου Πρωθυπουργού Ρ. Τ. Ερντογκάν με συνοδεία δέκα υπουργών και πολυπληθούς άλλης αντιπροσωπείας. Είναι γνωστό από δηλώσεις του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου ότι η Τουρκία, με τη φανερή υποστήριξη των Αμερικανών και της σημερινής μάλιστα Αμερικανικής κυβέρνησης, δεν δέχεται ως μόνη διαφορά με την Ελλάδα στο Αιγαίο (εκτός από το Κυπριακό) τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας, αλλά και άλλα θέματα.
Και αν σύμφωνα με τον κ. Πάγκαλο κόκκινες γραμμές στις συζητήσεις με την Τρόικα (διάβαζε Δ.Ν.Τ.) δεν μπορεί η Ελλάδα να βάλει, ο φόβος που υπάρχει -και μακάρι να είναι αδικαιολόγητος- είναι μήπως αυτό συμβαίνει και στα εθνικά θέματα. Αυτός ο φόβος πηγάζει από τις δηλώσεις (23-4-2010) του Πρωθυπουργού σε όλους τους τόνους ότι «πρέπει να εργαστούμε σκληρά για την ανάκτηση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας μας».
Αν η δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974) οδήγησε την Ελλάδα, το λίκνο της δημοκρατίας, σε επταετή διεθνή διασυρμό, με ένα αποτέλεσμα την αποβολή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης και το χειρότερο -ίσως- την απώλεια σχεδόν της μισής Κύπρου, η Μεταπολίτευση με την καλύτερη μορφή δημοκρατίας που γνώρισε η χώρα από την ανεξαρτησία της ώς τώρα, βαρύνεται κι αυτή με το κατόρθωμα (!) της απώλειας της οικονομικής και ίσως και εθνικής κυριαρχίας. Για την κατάσταση αυτή υπεύθυνα είναι όλα τα κόμματα, αλλά και οι πολίτες.
Πρώτα βέβαια ευθύνονται τα κόμματα εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., αρχής γενομένης από την οικονομική πολιτική που εφήρμοσε το ΠΑΣΟΚ μετά το 1981, γιατί ο ιδρυτής και αρχηγός του ως Πρωθυπουργός πίστευε, όπως απάντησε σε ερώτηση διαπρεπούς καθηγητή, ακόμη και το 1993-94, ότι το μεγάλο χρέος δεν βλάπτει, αφού και η Αμερική, η μόνη τότε υπερδύναμη, έχει μεγάλο εξωτερικό χρέος. Η αντίληψη αυτή οδήγησε στην αύξηση των μισθών, με αλόγιστο εξωτερικό δανεισμό, όχι ως συνέπεια την αύξηση του ΑΕΠ, και φτάσαμε στο σημείο το 1989-90 η διακομματική κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., Συνασπισμού, με το ΚΚΕ μέσα) του Ξ. Ζολώτα να δανείζεται κάθε μήνα, προκειμένου να πληρώσει μισθούς και συντάξεις.
Η Ν. Δημοκρατία, παρά το ότι θεωρητικά ο τότε αρχηγός της και Πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης ήταν κατά του μεγάλου εξωτερικού χρέους, όχι μόνο δεν το μείωσε την τριετία περίπου που κυβέρνησε (11 Απριλίου 1990 – 13 Οκτωβρίου 1993), αλλά και το αύξησε υπερβολικά. Τότε δεν σκέφτηκε ο Κ. Μητσοτάκης αυτά που υποστηρίζει τώρα, ότι δηλαδή έπρεπε να χρησιμοποιήσει προσωπικότητες, οικονομολόγους, και από άλλους κομματικούς χώρους, αλλά χρησιμοποίησε έναν πολιτικό μηχανικό ως Υπουργό Εθνικής Οικονομίας.
Την ανοδική πορεία ακολούθησε το εξωτερικό χρέος, με μικρότερο ρυθμό, και επί των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ (Α. Παπανδρέου, και Σημίτη) 1993-2004. Ο Κώστας Καραμανλής το 2004, αντί να εφαρμόσει το πρόγραμμα για το οποίο εξελέγη, επιρρίπτοντας όλα τα δεινά –άδικα βέβαια– στο ΠΑΣΟΚ, όπως κάνει ο σημερινός Πρωθυπουργός –εξίσου ή και περισσότερο άδικα– λησμονώντας ή προσποιούμενος ότι λησμονεί τη βασική οικονομική αρχή του πατέρα του, ότι δηλαδή, όταν ο λαός έχει πολλά χρήματα, ανεξαρτήτως προέλευσης, η οικονομία κινείται και η χώρα ευημερεί, οδήγησε τη χώρα σε πολύ χειρότερη κατάσταση.
Αλλά τα λάθη δεν έχουν τελειωμό. Η σημερινή κυβέρνηση, αντί να δανειστεί τον Οκτώβριο και αρχές Νοεμβρίου όλα τα δισεκατομμύρια ευρώ που χρειαζόταν και για το 2009 και για το 2010 και μετά να διατυμπανίζει ο Πρωθυπουργός στα πέρατα του κόσμου ότι «η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην εντατική», έπραξε ακριβώς το αντίθετο. Η οικονομική –και όχι μόνον αυτή– επιβάρυνση της χώρας γίνεται σαφής, αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι το ίδιο ελληνικό ομόλογο, που τον Ιανουάριο του 2010, και μετά το θόρυβο που η ίδια η κυβέρνηση όλως απερίσκεπτα προκάλεσε, είχε επιτόκιο μόνο 1,5%, τον Απρίλιο είχε 3,5%.
Ευθύνη όμως, λιγότερη βέβαια, έχουν και τα αριστερά κόμματα, τα οποία δεν είναι πλέον κόμματα «προλεταρίων», γιατί «προλετάριοι», με τη σημασία που είχε ο όρος τον 19ο αιώνα, σήμερα δεν υπάρχουν, μπορεί όμως να υπάρξουν με τους όρους του Δ.Ν.Τ., αλλά ούτε κόμματα εργατών, όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά κόμματα «εργαζομένων». Λόγω του κοινού ή –καλύτερα– του εκλογικού σώματος στο οποίο απευθύνονται και θέλουν να στηρίζονται, δεν υπήρξε κανένα αίτημα, οποθενδήποτε προβαλλόμενο, που δεν το υποστήριζαν τα αριστερά κόμματα.
Ακόμη και των καλύτερα βολεμένων υπαλλήλων του δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΔΕΚΟ) τα αιτήματα είχαν την αμέριστη υποστήριξη των αριστερών κομμάτων. Κι αυτό συνετέλεσε στη δημιουργία των μεγάλων οικονομικών ανισοτήτων, άσχετα αν την κύρια ευθύνη φέρουν τα κόμματα εξουσίας, που ενέδιδαν στα ανεδαφικά αιτήματα των απεργούντων «εργαζομένων», ακόμη κι όταν άφηναν τη χώρα χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα μεσούντος του θέρους. Και ο συνδικαλιστής που κατέβαζε τον διακόπτη της ΔΕΗ επί Μητσοτάκη με τεράστιες συνέπειες, όχι μόνο δεν οδηγήθηκε σε δίκη με πολλές κατηγορίες, αλλά εξελέγη βουλευτής του άλλου κόμματος εξουσίας.
Εμένα όμως δεν μʼ ενδιαφέρει τόσο η ευθύνη των κομμάτων, αλλά και των πολιτών, και ποιοι φέρουν μεγαλύτερη ή μικρότερη ευθύνη. Μʼ ενδιαφέρει ο διεθνής διασυρμός της χώρας και η απώλεια της εθνικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας της. Και περισσότερο με πονάει γιατί αυτό έγινε με δημοκρατικό πολίτευμα. Αν η δημοκρατία δεν σώζει τη χώρα ποιο πολίτευμα μπορεί να τη σώσει; Γιʼ αυτό και επαναλαμβάνω: περίλυπός εστι ἡ ψυχή μου μέχρι δακρύων.
http://www.proinoslogos.gr/